Ο Σ. Φυντανίδης και το Περιστέρι

Peristeri_parages1940

Το «σπίτι» στο Περιστέρι που γεννήθηκε ο Σεραείμ Φυντανίδης, μια «γερμανική» παράγκα. Φωτογραφία του 1940 από καποιον αμερικανό φωτογράφο. Το παιδί στα σκαλιά της παράγκας είναι ο Σ. Φυντανίδης σε ηλικία 3 ετών. Η γυναίκα με το σηκωμένο χέρι, η μητέρα του.

Ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Φυντανίδης ολοκλήρωσε τον κύκλο της ζωής την ημέρα των Χριστουγγένων του 2014. Ήταν 77 χρόνων. Σαν το πιο σημαντικό έργο της ζωής του θεωρείται η διεύθυνση, για 30 χρόνια, της εημερίδας «Ελευθεροτυπία». Μια φιλελεύθερη εφημερίδα, η πιο εμβληματική της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Γεννήθηκε το 1937 στο Περιστέρι από μια προσφυγική εργατική οικογένεια και έζησε εκεί μέχρι τα 30 χρόνια του. Το Περιστέρι της «παράγκας» ήταν πάντα ένα σημείο αναφοράς γι αυτόν.

Το 1997 κυκλοφόρησε ο πρώτος τομος της μεγάλης ιστορίας μου για το Περιστέρι. Ο εκδότης  Δημήτρης Γκαντήραγας κι εγώ του ζητήσαμε να γράψει τον πρόλογο. Το έκανε με ευχαρίστηση. Στο κείμενο περιγράφει το δικό του Περιστέρι και το αναπαράγω στη συνέχεια.

Προτάσσω όμως μια άλλη περιγραφή των παιδικών του χρόνων. Την έκανε το 2003 σε μια ομάδα μαθητών του 27ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου που τον επισκέφθηκε στο γραφείο του και συμπεριλαμβάνεται σε μια έκδοση με τίτλο » Το Περιστέρι, πριν, τώρα και στο μέλλον».

……………………………………

Ο πατέρας του, Δημήτριος Φυντανίδης, γεννήθηκε στη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη το 1915. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1926, φτάνει ορφανός, στην Αθήνα. Η οικογένεια της μητέρας του είχε λίγο διαφορετικότερη διαδρομή. Εξαιτίας ενός υποψήφιου Τούρκου γαμπρού, πούλησαν την περιουσία τους σ’ ένα βράδυ και ξεκίνησαν το 1925, για τη Θεσσαλονίκη. Στην πορεία όμως γίνεται κάποιο λάθος και έτσι οι γονείς του κ. Φυντανίδη, ο αδερφός και οι τέσσερις αδερφές του βρίσκονται στον Πειραιά. Την ίδια εποχή στον Πειραιά φτάνουν κι άλλοι 1.500.000 Έλληνες που βίαια ξεριζώθηκαν από τη Μικρά Ασία.

Από τη χρονική αυτή στιγμή ξεκινούν στην ουσία οι «μνήμες», οι σχετικές με το Περιστέρι, του κ. Φυντανίδη. Πολλοί από τους κατοίκους της πόλης είχαν έρθει από την Ανατ. Θράκη. Το Περιστέρι μέχρι το 1950 εκτεινόταν από τον Κηφισό ως την οδό Θεμιστοκλέους και την εκκλησία των Ταξιαρχών. Στη Θεμιστοκλέους μάλιστα, υπήρχε στάνη και μια αποθήκη με σανό για τα ζώα.

Η γειτονιά του, θυμάται, ήταν μια μεγάλη οικογένεια, όπου η χαρά του ενός, ήταν χαρά και για τον άλλο. Η έγνοια και η σκοτούρα κάποιου, τους αναστάτωνε πραγματικά, όλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «γιατρικό» που του είχε φτιάξει μια Σμυρνιά γειτόνισσα, όταν μικρός είχε αρρωστήσει από τις αμυγδαλές του. Μπορεί να περιείχε πιπέρι, ξίδι, ίσως και πετρέλαιο, όμως από τότε δεν τον ξαναενόχλησαν, μας είπε χαριτολογώντας.

Του άρεσε να διαβάζει και ήταν καλός μαθητής. Μάλιστα στην έκτη Δημοτικού αποφάσισε ότι θα γίνει δημοσιογράφος και αυτό χάρη στον καταπληκτικό του δάσκαλο κ. Γιάννη Λαζαρίδη. Ο δάσκαλος αυτός, αποφάσισε κάποια στιγμή να διδάξει στην εβδομηνταμελή τάξη του, ως πιο απαραίτητα, μόνο ιστορία, αριθμητική και ελληνικά. Καθημερινά έγραφαν μια έκθεση, τη διάβαζαν και τη συζητούσαν. Με αφορμή μια μεγάλη απεργία 40 ημερών, τα παιδιά έγραψαν έκθεση με αυτό το θέμα. Μόλις ο μικρός Φυντανίδης τελείωσε την ανάγνωση της έκθεσής του, η τάξη ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ο δάσκαλος ακούστηκε να λέει: «Εσύ μια μέρα θα γίνεις δημοσιογράφος!».

gymnasio2

Δυο παράγκες στέγαζαν το πρώτο γυμνάσιο στο Περιστέρι

Δεν άργησε να φανεί αυτό το ταλέντο: μαθητής στο ΙΑ΄ Γυμνάσιο Αθηνών, εκδίδει τη χειρόγραφη εφημερίδα «Κάτι» και αργότερα τη «Μαθητική Ηχώ», την οποία τύπωνε σ’ ένα τυπογραφείο της οδού Αχαρνών με χρήματα που μάζευε από τα κάλαντα! Αργότερα, γίνεται αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Το Περιστέρι», του κ. Τάκη Παπαδάκη, στην οποία γράφει και το αθλητικό ρεπορτάζ και την κριτική κινηματογράφου. Για ένα χρόνο πήγε σε νυχτερινό Γυμνάσιο, ώστε να μπορεί το πρωί να μαθαίνει την τέχνη του τορναδόρου, επάγγελμα που κι ο πατέρας του ασκούσε.

efim.peristeri.titlos

Κάποια χρονιά, βράδυ του Δεκαπενταύγουστου, ο πατέρας του έψαχνε τα εργαλεία του και αντί γι’ αυτά βρήκε κάτω από το κρεβάτι, αποκόμματα αθλητικών εφημερίδων. Εκνευρισμένος, τα έσκισε. «Ένιωσα κάτι να σκίζεται μέσα μου», μας λέει ο κ. Φυντανίδης και κλαίγοντας και περπατώντας έφτασε ως το Κερατσίνι. Επέστρεψε στο σπίτι του στις 3 το πρωί και όλη η γειτονιά ήταν στο «πόδι». Τότε ο κυρ Βαγγέλης Βολάνης, ο τσαγκάρης, μετά από «συμβούλιο της γειτονιάς», τον παρότρυνε να ζητήσει συγγνώμη από τους γονείς του και αυτοί με τη σειρά τους παρότρυναν τον πατέ-ρα του, να του αγοράσει μια εγκυκλοπαίδεια. Πράγμα που ποτέ δεν έγινε! Αυτό όμως ήταν η αφορμή να ξαναγυρίσει στο ημερήσιο Γυμνάσιο κι αργότερα να σπουδάσει στην Ανωτάτη Εμπορική.

Την παραπάνω συνέντευξη επιμελήθηκαν οι μαθητές της ΣΤ’ Τάξης:
Γιαννοπούλου Αγγελική, Βρέττο Ειρήνη, Μάργα Μαρία.

pTsaldari1

Ο κεντρικός δρόμος του Περιστερίου, η Παναγή Τσαλδάρη, λίγο μετά την κατοχή.

Ο πρόλογος στο βιβλίο μου «Περιστέρι, η ιστορία του τοπου, το χρονικό των ανθρώπων». Εκδόσεις Ελεύθερος διαλογος, 1997.

Το πέταγμα του Περιστεριού

Γεννήθηκα στο Περιστέρι, μεγάλωσα στο Περιστέρι. Έζησα εκεί 30 χρόνια αλλά και τώρα που δε μένω εκεί δεν έκοψα τους δεσμούς μου μαζί του. Η μητέρα μου, η αδελφή μου με την οικογένειά της εκεί μένουν ακόμη. Όπως και κάμποσοι παλιοί φίλοι.

Κι όμως, πολύ λίγα πράγματα ήξερα για τον τόπο που γεννήθηκα. Οι γονείς μου, όπως και οι γονείς των φίλων μου, ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τη Ρωμυλία. Ποτέ δεν είχαν πιστέψει ότι οι πατεράδες τους είχαν χαθεί για πάντα. Το Περιστέρι, όπως και την Ελλάδα, το έβλεπαν σαν ένα ενδιάμεσο σταθμό, πριν τη μεγάλη επιστροφή που δεν έγινε ποτέ. Έτσι, δεν τους πολυένοιαζε τι ήταν το Περιστέρι πριν από αυτούς. Η Ιστορία του τόπου ήταν σαν να είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια μετά την καταστροφή και την προσφυγιά του ’22.

Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50 , το Περιστέρι ήταν ένας αμιγής προσφυγότοπος. Με ξύλινες παράγκες γύρω από την Ευαγγελίστρια και τον Άγιο Αντώνιο, με λίγες «προνομιούχες» χτιστές προσφυγικές πολυκατοικίες ανάμεσά τους και με κάποια πιο «πλούσια» πέτρινα και πλίθινα σπίτια εδώ κι’ εκεί. Οι κάτοικοι, που δεν ξεπερνούσαν τις 20.000 ήταν λίγο – πολύ γνωστοί μεταξύ τους. Με κοινές μνήμες και κοινά όνειρα που κοίταζαν προς την Ανατολή.
Κάποιο βράδυ, ο μακαρίτης ο πατέρας μου, γύρισε σκοτωμένος στην κούραση από τη δουλειά του, κάθισε κάτω από τη τζιτζιφιά της μικρής μας αυλής, Ραιδεστού και Αδριανουπόλεως γωνία, και μου είπε:

– Περίεργο πράμα. Σήμερα στο λεωφορείο δεν γνώριζα κανέναν από τους επιβάτες.

Ήταν λίγο πριν το ’60. Το Περιστέρι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει. Νέα κύματα «προσφύγων» από το εσωτερικό αυτή τη φορά, προσπαθούσαν να ριζώσουν στην περιφέρεια του παλιού προσφυγικού πυρήνα. Ανθούπολη, Αη-Γιώργης, Εκατό Δέντρα, Λόφος Αξιωματικών, Μπουρνάζι, γέμιζαν μέρα με τη μέρα με νέα σπιτάκια, χτισμένα όπως-όπως. Ή, μάλλον νύχτα με τη νύχτα, καθώς τα περισσότερα ήταν αυθαίρετα. Ο πόλεμος και ο εμφύλιος είχαν ερημώσει την ύπαιθρο, κι όσοι γλύτωσαν από τη 10χρονη ανθρωποσφαγή, κατέβαιναν στην πρωτεύουσα για λίγο ψωμί και περισσότερη ασφάλεια.

Μεγάλωνε το Περιστέρι, μεγαλώναμε κι εμείς. Το γυμνάσιό μας, ξύλινο κι αυτό πρώτα, χωρίσθηκε σε αρρένων και θηλέων κι έπειτα διασπάσθηκε σε κάμποσα άλλα, χτιστά αυτά!

Το ίδιο και οι καλοκαιρινοί μας σινεμάδες. Ο «Φοίβος», το «Μον-Σινέ» (αργότερα το είπαν «Κύπρος») και ο «Ορφέας» (ή «Πέραν») που υπήρχαν από παλιά απέκτησαν ανταγωνιστές με ονόματα όπως «Άστρα», «Λίτσα», «Ανεμώνα», Έλενα», «Ριβιέρα», «Ολύμπιον» ώσπου τα πήρε η μπάλα της τηλεόρασης και τα πιο πολλά έγιναν πολυκατοικίες και σούπερ-μάρκετ.

Ο θερινός "Φοίβος".

Ο θερινός «Φοίβος».

Η «Οπτασία», αυτό το υπέροχο κτίσμα στην πλατεία του δημαρχείου, χτισμένο πριν από τον πόλεμο, δεν υπάρχει πια. Άλλαξε προορισμό. Για μας, δεν ήταν απλά ένα κέντρο διασκέδασης. ‘Ήταν κάτι σαν πολιτιστικό κέντρο. Από κει πέρασαν μουσικοί, ηθοποιοί και τραγουδιστές που έχουν γράψει ιστορία: Ο Τσιτσάνης, η Μαρίκα Νίνου, ο Παπαϊωάννου, η Κούλα Νικολαϊδου, ο Ζαζάς, η Σμαρούλα Γιούλη, ο Πέτρος Γιαννακός, ο Μητσάρας, η Σπεράντζα Βρανά, κι ένα σωρό άλλοι. Από κει ξεκίνησε κι ο Μπιθικώτσης, εκεί τραγούδησε κάποτε και η Σωτηρία Μπέλλου, που έμενε πίσω από το καφενείο του Ράϊτσου κ’ έπαιζε τάβλι εκεί με τους άντρες. Ακόμα θυμάμαι τη χρωματιστή φωτογραφία της στο φωτο-Φουτούλογλου. Ήταν μαζί με μια φίλη της, σχεδόν αγκαλιά, και μας έκανε εντύπωση…

sotiria1

Η Σωτηρία Μπέλλου σε ταβέρνα στο Περιστέρι.

Άλλαξαν όλα στο Περιστέρι, άλλαξε και η μεγάλη μας παιδική αγάπη, ο «Ατρόμητος». Όταν το γήπεδό του ήταν στις επάνω παράγκες – ο Θεός να το κάνει γήπεδο – πηγαίναμε κάθε Σάββατο και το καθαρίζαμε από τις κοτρώνες. Έτσι εξασφαλίζαμε ελεύθερη είσοδο για το ματς της Κυριακής. Μετά, το 1953, πήγε στην άλλη άκρη, στις «Ελιές», απόκτησε σιγά-σιγά εξέδρες τσιμεντένιες, ο «Ατρόμητος» ανέβηκε στην Εθνική κατηγορία, αλλά μετά τον πήρε η κάτω βόλτα. Τώρα παίζει στην τέταρτη και τελευταία κατηγορία. Κρίμα. Ευτυχώς που γεννήθηκε ένα άλλο αθλητικό μας καμάρι, η ομάδα μπάσκετ, που σκίζει και στην Ευρώπη.

Αυτά πάνω-κάτω ξέραμε και ξέρουμε, εμείς που γεννηθήκαμε στο Περιστέρι, από γονείς της προσφυγιάς. Και να, τώρα έρχεται ο κ. Νίκος Θεοδοσίου με ένα ογκώδες βιβλίο να μας πει ότι αυτός ο τόπος έχει ρίζες και ιστορία που φθάνουν μέχρι τα χρόνια της αρχαίας Ελλάδας. Ακόμη και ο Περικλής, συντοπίτης μας ήτα. Κι ύστερα Βυζάντιο, Τουρκοκρατία, απελευθέρωση, τα πρώτα δύσκολα χρόνια της παράγκας.

Ομολογώ ότι ρούφηξα αυτό το βιβλίο σε μορφή δοκιμίου. Ελπίζω κι εσείς, είτε Περιστεριώτες είτε όχι. Γιατί, εκτός του ότι είναι γλαφυρά γραμμένο, αποκαλύπτει μια πτυχή της ιστορίας της Αττικής, που ήταν σχεδόν άγνωστη. Ιδίως για τα παιδιά της «δυτικής όχθης» που δεν μπορούν να φαντασθούν ότι εδώ που κατοικούν 250.000 άνθρωποι μέσα σε τσιμεντένιες πολυκατοικίες, ήταν κάποτε ένας ελαιώνας, με πολλές πευκο-παρέες ανάμεσά του, και λίγο πιο κει άρχιζαν τα περιβόλια, που τα δρόσιζε ο Κηφισός, στολισμένα με βυζαντινά εκκλησάκια, πάνω από θαμμένα αρχαία νεκροταφεία.

Αυτό το Περιστέρι πετάει πολλούς αιώνες…

ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΦΥΝΤΑΝΙΔΗ

 

Σχολιάστε