09. Γραπτά – δικά μου

Νίκος Θεοδοσίου

Έγραψα χιλιάδες σελίδες αλλά ποτέ δεν έφτιαξα κάτι για κείνες τις μέρες. Ίσως γιατί δεν πήρα ποτέ απόσταση από τα γεγονότα.

Τώρα, ξέθαψα κάποια παλιά νεανικά χειρόγραφα με κάποιους, ας τους πούμε στίχους, που γράφτηκαν στο Παρίσι το 68 και το 69, επηρεασμένους άμεσα απ όσα ζήσαμε. Είναι μόνο εικόνες, αποσπασματικές, και σκέψεις που κατέληξαν σε κάποια χαρτιά για ιδιωτική χρήση μόνο.

Αυτά που ακολουθούν είναι μια μικρή επιλογή (κάποια γραμμένα απ ευθείας στα γαλλικά).

♦♦♦

J’ai pris le train pour aller jusqu’ au

bout du monde ou les gens n s’interres

sent as a la vie qui ne leur appartient

pas. (Autrement dit au paradis)

Le contrôleur – illettré, idiot, têtu, athée

m’a réclamé le billet- j’en avais pas

sa valeur en argent – j’en avais pas

ma carte d’identité – j’en avais pas

m’a fait alors descendre en plein Paris

(μετάφραση)

Πήρα το τρένο για να πάω

στην άκρη του κόσμου εκεί που οι άνθρωποι δεν

ενδιαφέρονται για τη ζωή που δεν τους

ανήκει (δηλαδή στον παράδεισο)

Ο ελεγκτής – αγράμματος, ηλίθιος, ξεροκέφαλος, άθεος

μου ζήτησε το εισιτήριο – δεν είχα

το αντίτιμο σε χρήμα – δεν είχα

την ταυτότητά μου – δεν είχα

με κατέβασε τότε, καταμεσής στο Παρίσι

♦♦♦

Τ�λος 67 ή αρχ�ς 68 στο ελληνικό καφενείο στην rue de la Huchette (τώρα δεν υπάρχει). Δίπλα μου δυο γάλλοι φίλοι και στο βάθος �λληνες εργάτες.

Στο ελληνικό καφενείο στην Rue de la Huchette (τώρα δεν υπάρχει), τέλη ’67 ή αρχές ’68. Δίπλα Γάλλοι φίλοι και στο βάθος Έλληνες εργάτες

♦♦♦

Πέταξα στον ουρανό

αλλά γλίστρησα

κι έπεσα

πάνω μου.

♦♦♦

LE POINT DES CONNAISSANCES ACTUELLES

Vous monsieur. Etes vous sure que vous

êtes la? Vous avez une femme, un chien,

un chat, des enfants, un appartement

une voiture.

Tout ce dont vous avez besoin

Vous avez, en plus, une patrie monsieur.

Vous êtes heureux. Vous votez chaque

fois. Vous élisez votre gouvernement.

Bienheureux bourgeois, est-ce que t’as vu

les pavés qui font les barricades

les étudiants gravement blessés

les morts

Mai oui, tu habites très loin. Dans

le seizième arrondissements ou le huitième…

Tu ne connais rien.

Tu dors bien avec ta femme, ton chien

ton chat, tes enfants dans ton appartement.

Tu connais rien, rien du tout. Tu ne sais pas

que ta voiture

commence a bruler.

(κάποια στιγμή θα γίνει κι η μετάφραση)

♦♦♦

Δεν άργησ η νύχτα

τ’ αυτοκίνητα νεκρά

στην άκρη του δρόμου

ο θόρυβος του νερού

στην άκρη του δρόμου

είναι μονότονος.

Τώρα τη νύχτα

στους έρημους δρόμους

και σκοτεινούς

φύλακες δε περνάνε

απάχηδες δε κυβερνάνε

εγκλήματα

σπάνια γίνονται.

Το φανάρι δε καίει

στη γωνιά του δρόμου

ποιος να γυρνάει

ποιος να τ’ ανάψει

ανάγκη δεν υπάρχει.

Κανείς δε φωνάζει την ώρα

στους μισόφωτους δρόμους

κανένα δε νοιάζει

σ’ αυτό το πλανήτη.

Όλοι κοιμούνται

αγνοί κουρασμένοι

ευχαριστημένοι

που υπάρχει κι άλλη μέρα


Σταμάτα τον εφιάλτη!

Δεν είναι πόλη αυτή!

Ποιος ονειρεύτηκε


μια νύχτα του Μάη Παρίσι

♦♦♦

Μήνας του Μάη

τέλος

πουλιά δεν είναι στον ουρανό

ιδιωτικά αυτοκίνητα κόβουν κομμάτια πεζούς

οι υπόλοιποι

εδώ πεθαίνουν

σ΄έν’ αυτοκίνητο της αστυνομίας

έξω δακρυγόνα

είναι περίεργα τα κάγκελα πολύ περίεργα


Περνώντας εκεί στο πάρκο

– τα δέντρα ιδιοποιούνται τον ήλιο

κι αυτοί επωφελούνται

να κάτσουν στη σκιά

τα παιδιά τους

να παίξουν.

Αγαπάω τις ήρεμες μέρες

δε θυμάμαι – θα πέρασα

παιδί.

Περνώντας τις αλέες

οι ήρεμοι άνθρωποι

με κυτάνε περίεργα

με περιεργάζονται

δεν καταλαβαίνουν

κάνουν κάποια κακέντρεχη παρατήρηση

αλλά τα παιδιά

παίζουν.

Το χώμα δεν είναι μαλακό

πατημένο χίλιες φορές

και τα λουλούδια δεν είναι μαζί τους

τους ήρεμους ανθρώπους

μόνα τους

στο παρτέρι στον ήλιο

ζουν απ τον ήλιο

και πεθαίνουν απ αυτόν.

Διασχίζω το πάρκο

ο αέρας είναι διαφορετικός

παντού ο ίδιος

να πνίγει

δεν υπάρχει οξυγόνο

– αέρια δακρυγόνα

τον αντικατέστησαν

όπως το νερό της πηγής

με οινόπνευμα –

και τα δέντρα

τελείως αδιάφορα στην έλλειψη οξυγόνου

ένα-ένα εξαφανίζονται

είδα πολλά κομμένα

το Μάη

που γίναν οδόφραγμα.

♦♦♦

Δίχως να σηκωθούν

μπρούμυτα

κοιτάζουν τη γη

αναρωτιούνται αν τη αγαπούν

φτύνουν και τη γεύονται

δεν είναι ζεστή

η γη από κοντά είναι απαίσια

μπρούμυτα

με δεμένα στη πλάτη τα χέρια

♦♦♦

Αυτό που ακολουθεί γράφτηκε αρκετά αργότερα, το 1972. Ο Μάης είναι πάντα παρών αλλά πια αντιμετωπίζεται με μια κριτική διάθεση. Είναι έκδηλο το μίσος για τους μικροαστούς και την αδιάφορη στάση που κράτησαν στα γεγονότα. Το πρωτότυπο είναι στα γαλλικά.

ΤΥΨΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ[1]

Τουλάχιστον να ζήσουμε

χωρίς τύψεις

όλοι εμείς

μικροαστοί

του Καρτιέ Λατέν

Το Μάη, στο καφέ του πρώτου ορόφου

ας δούμε τηλεόραση

κι αν όχι

τις μάχες στους δρόμους

ήταν όμορφα

οι μπάτσοι, τα ρόπαλα

ο Ερυθρός Σταυρός

της κόλασης

την επόμενη Κυριακή

στο δάσος της Βουλώνης

να θάψουμε τα πτώματα

της νεολαίας – έκρηξη- οργή

και το φάντασμα του δρόμου

τη νύχτα

φωτιά ασυνήθιστη

ή φωτοτέχνημα

έγινε χαμός

στην αγκαλιά μιας μικρής

έπρεπε να πεθάνεις;

Χωρίς χρήματα

φοβού

τους Δαναούς και δώρα φέροντες

φοβού

τον κήπο του Λουξεμβούργου

με το καιγόμενο καφέ.

Ήταν άραγε οι τύψεις

μιας τάξης που δεν υπερασπίστηκε σωστά;

Έπρεπε να δεις

ήταν ωραία στο καφέ

μια μπύρα – οι τύψεις

ας τ’ αποφύγουμε – δέκατος όγδοος αιώνας

στο Παρίσι το εξήντα οκτώ

αδύνατη η επιστροφή

στο φέρετρο

είμαστε νεκροί; Ήδη;


[1] Το παλιό Παρίσι από μικροαστική σκοπιά

♦♦♦

Αυτό τώρα είναι μονόπραχτο. Έχει τίτλο «Μαθητευόμενοι ηθοποιοί». Κυριαρχείται από μια απογοήτευση, από το άδοξο τέλος του Μάη, που εκδηλώνεται με μια διάθεση ειρωνείας των πάντων, κυρίως του αγώνα των φοιτητών.

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Μονόπραχτο θεατρικό έργο

Πρόσωπα:

ΝΕΟΣ

ΝΕΑ

Δυο ΦΟΙΤΗΤΕΣ

ΣΚΗΝΙΚΟ: Ένα δωμάτιο, έτσι που να μπορούν να μένουν δυο νέοι (ζευγάρι). Είναι απαραίτητα ένα κρεβάτι και μια πόρτα. Επειδή τα πρόσωπα του έργου είναι φοιτητές, αρκετά βιβλία.

Στο κρεβάτι λοιπόν κοιμάται αυτή, κουκουλωμένη με την κουβέρτα. Ο Νέος όρθιος.

ΝΕΟΣ

Κοιμήθηκες κιόλας; Περίμενε, έρχομαι κι εγώ (ξεντύνεται και φοράει τις πυτζάμες του) αλλά δεν θα κοιμηθώ. Θέλω να διαβάσω λίγο. Δεν πιστεύω να σε πειράζει. Άλλωστε κοιμάσαι. (κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι). Πήγαινε λίγο πιο μέσα. Είπα, μάζεψε λίγο τον κώλο σου για να χωρέσω κι εγώ. (καμία κίνηση από την πλευρά της κοπέλας. Την σπρώχνει μαλακά.) Ξάπλωσε ίσια! (Η κοπέλα κουνιέται και ταχτοποιείται. Αυτός της χαϊδεύει το πρόσωπο και τα μαλλιά.) Ξύπνα λίγο να μιλήσουμε! Έτσι κοιμισμένη μου φαίνεσαι σα νεκρή. Ξύπνα! (η κοπέλα κουκουλώνεται περισσότερο). Καλά, κοιμήσου, αφού το θες. (Παίρνει το βιβλίο του. Διαβάζει. Γυρνάει στην κοπέλα, παίρνει το χέρι της και το βάζει πάνω του.) Αγκάλιασέ με! Θέλω να σε νοιώθω κοντά μου. Έλα μωρό μου, μην κοιμάσαι! Αυτό είναι αναισθησία. Άλλοι σκοτώνονται κι εσύ κοιμάσαι του καλού καιρού. (Πιάνει το πρόσωπο της κοιμισμένης κοπέλας και το γυρνάει προς το μέρος του. Την φιλάει.) Έλα αγάπη μου, ξύπνα! Έτσι, για λίγο. Άνοιξε τα μάτια σου. Να με δεις μόνο! (Η κοπέλα ενοχλείται και μουγκρίζει από δυσαρέσκεια). Άνοιξε τα μάτια σου λιγάκι! (της τα ανοίγει με τα δάχτυλα. Αυτή, μουγκρίζοντας γυρνάει αλλού το κεφάλι.) Καλά, κοιμήσου. (Παίρνει το βιβλίο και διαβάζει. Μετά σηκώνεται. Βρίσκει στο τραπέζι μια μπανάνα, την ξεφλουδίζει και την τρώει. Ανοίγει το ραδιόφωνο. Γυρνάει όλους τους σταθμούς αλλά δεν του αρέσει κανένας και το κλείνει. Αρχίζει να σιγοσφυρίζει τη «Διεθνή». Πάει στο κρεβάτι και κάθεται. Ανοίγει το βιβλίο και το κλείνει αμέσως. Σκύβει στην κοπέλα και την χαϊδεύει. Την φιλάει. Της φτιάχνει τα μαλλιά.) Άμα κοιμάσαι είσαι πιο όμορφη. (απότομα) Σκατά! Σα νεκρή είσαι! (περιφέρει το δάχτυλό του στο πρόσωπο της κοπέλας. Όταν το δάχτυλο φτάνει στα χείλη της η κοπέλα γαργαλιέται και αντιδρά. Αυτός το βλέπει και επιμένει. Αυτή μουγκρίζει από δυσαρέσκεια.) Πως μουγκρίζεις έτσι; (γελάει) Αν δεν ξυπνήσεις, θα σου κάνω έτσι, και δεν θα σ αφήσω να κοιμηθείς. (Της κάνει έτσι, αυτή στριφογυρνάει, αυτός συνεχίζει) Ξύπνα σου λέω!

ΝΕΑ

(με μια φωνή δυνατή, άχρωμη, θυμωμένη) Άσε με ήσυχη να κοιμηθώ!

Ο νέος την αφήνει. Είναι πολύ λυπημένος. Φτιάχνει τις κουβέρτες και την σκεπάζει καλά. Μετά μένει ακίνητος. Παίρνει το βιβλίο και διαβάζει μερικές γραμμές. Το αφήνει. Σκύβει στην κοπέλα και με αγάπη την χαϊδεύει.

ΝΕΟΣ

Γιατί μου μιλάς έτσι; Ξέρω, είσαι κουρασμένη αλλά κι εγώ θέλω να σε νοιώθω κοντά μου. Άμα κοιμάσαι νοιώθω ότι δεν είσαι δίπλα μου. (Με το χέρι του πλησιάζει πάλι τα χείλη της κοπέλας. Με ηδονή την γαργαλάει. Αυτή μουγκρίζει. Αυτός την αφήνει και ρίχνει το βλέμμα του στο άπειρο.) Καλά, κοιμήσου. Θα πάω στη διαδήλωση.

Σκύβει για τελευταία φορά και με σαδισμό βάζει το δάχτυλο στα χείλη της. Αυτή δυσανασχετεί. Αυτός πετάγεται πάνω. Ντύνεται. Φοράει ρούχα κατάλληλα για διαδήλωση: κράνος, μαντήλι στο πρόσωπο κλπ. Ξεκολλάει το πόδι μιας καρέκλας και το παίρνει για ρόπαλο.

ΝΕΟΣ

Να δω ποιος θα μετανιώσει. Πάω να σκοτωθώ! Γεια σου.

Φεύγει κλείνοντας την πόρτα.

Στην απόλυτη ησυχία περνάνε δυο λεφτά.

Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει η μουσική του Γαλλικού Εθνικού Ύμνου μαζί με δυο φοιτητές. Έχουν κράνη, καταματωμένα πρόσωπα, ξεσκισμένα και λερωμένα ρούχα, ρόπαλα κάτω από τις μασχάλες και στις τσέπες πέτρες. Μια ασπίδα την έχουν κάνει φορείο και φέρνουν κειπάνω το αποκεφαλισμένο σώμα του Νέου. Το ακουμπάνε στο πάτωμα και με πρόσωπο προς την κοπέλα, που συνεχίζει ατάραχη να κοιμάται, στέκονται προσοχή.

ΠΡΩΤΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

Αγαπητή κυρία…

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

(σιγανά) Δεσποινίς.

ΠΡΩΤΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ(το ίδιο)

Είσαι σίγουρος; (ο άλλος κάνει σημάδι αμφιβολίας. Συνεχίζει.) Αγαπητή κυρία, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι ο λατρευτός σας…. (κοιτάει τον άλλο ερωτηματικά. Ο άλλος κάνει κίνηση άγνοιας. Αδιέξοδο. Συνεχίζει όμως) …έπεσε πολεμώντας ηρωϊκά για τα ιδανικά της πατρίδας…

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ (κόβοντάς τον)

Βλάκα! Για την ιδέα μας, τη μεγάλη ιδέα του αυριανού κόσμου. Πολέμησε γενναία, υπερασπίζοντας με σθένος τις θέσεις μας, κι έπεσε γενναία! Είναι ένας ήρωας!

Σκύβουν και οι δυο τα κεφάλια κάτω από το βάρος της συγκίνησης.

ΠΡΩΤΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

Ο εχθρός…

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

Τι άλλο να περιμένει κανείς από εχθρό;

ΠΡΩΤΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

… ο εχθρός του έκοψε τα κεφάλια!

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

Μπορείτε να είσαστε περήφανη γι αυτόν!

Παύση. Ο Πρώτος φοιτητής κοιτάει το ρολόι του και παίρνει το ρόπαλο.

ΠΡΩΤΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

Πάμε!

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

(βιαστικά) Καληνύχτα σας!

ΠΡΩΤΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ

(το ίδιο) Καληνύχτα.

Φεύγουν. Με το κλείσιμο της πόρτας σταματάει η μουσική. Η κοπέλα συνεχίζει να κοιμάται ατάραχη. Περνάει περίπου μισό λεφτό. Αρχίζει να κλαίει. Κλάμα που όσο πάει και δυναμώνει. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις σηκώνεται και κατεβαίνει από το κρεβάτι. Είναι ντυμένη μαύρα. Κλαίγοντας πάντα, γονατίζει δίπλα στο αποκεφαλισμένο σώμα. Αρχίζει να του φτιάχνει τα ρούχα, ενώ λέει το μονόλογό της σε στυλ αρχαίας τραγωδίας.

ΝΕΑ

Αγάπη μου, ποιος άγριος άνεμος, ποιά θάλασσα φουρτουνιασμένη, ποιός θεός άσπλαχνος σε πήρε μακριά μου; Ήσουν ψηλός σαν έλατο, γερός σαν το βουβάλι, στολίδι του μικρού σπιτιού, δροσιά της ερημιάς μου. Είχες την ομορφιά της άνοιξης, των λουλουδιών τη γεύση. Ήλιε μου εσύ κι αγάπη μου.

Φέρνω στο νου το λόγο σου, την γλήγορη περπατησιά σου, τις σίγουρες κινήσεις σου, την αστείρευτη χαρά σου. Το βάθος της φωνής σου ήτανε που μ έκανε να στέκω ακίνητη και άλαλη σαν άνοιγες το στόμα και να σ ακούω με τρόμο. Να μην τολμώ ν αντισταθώ, αντίθετο λόγο να σου πω, γιατί έμπαινες μέσα μου εσύ, κι εγώ κι εσύ ήμασταν ένα.

Δεν μπορώ να ξεχάσω (κλάμα δυνατό) δεν μπορώ… τα βράδια της αγάπης μας πούχαν του νέκταρ γεύση. Τ αγκάλιασμα, το σφίξιμο, το πάθος σου, τον πόθο. Μούδινες και σούδινα την υπαρξή μου όλη, αγάπη! Έρωτα ζήταγα, ηδονή και μ άνοιγες τα χέρια. Έμπαινα μέσα κι έκλειναν του παραδείσου οι πόρτες. Κι ήμασταν μόνοι.

Αγάπη μου που είσαι τώρα; Που είναι η δύναμή σου η μοναδική, το πάθος σου τ ατέλειωτο; Όχι, δεν είσαι συ, δεν είσαι συ αυτό πούχω μπροστά μου. Αγόρι μου ποιος σε πήρε μακριά μου και μ άφησε έρμη, να πονώ και να οδύρομαι στο πτώμα σου πάνω! Ποιος σου πήρε τη ζωή κι άφησε αυτό τ άψυχο σώμα! Χωρίς μιλιά, χωρίς ζωή, χωρίς δύναμη, χωρίς πάθος, χωρίς αγάπη.

Πες μου ποιος τόκανε, πέστε μου ποιος τόκανε αυτό, τη γη όλη να ψάξω να τον βρω. Και με τα νύχια και τα δόντια μου, τις σάρκες να του σκίσω. Τα μάτια να του βγάλω, το αίμα να του πιω.

Να νοιώσει πόνος ανθρώπινος τι θε να πει, αυτός που άνθρωπος δεν είναι, γέννημα ανθρώπινο που τρώει που τρώει σάρκες.

Απότομα σταματάει το κλάμα και βάζει τα γέλια.

Η αυλαία πέφτει βιαστικά λες και έγινε κάποιο λάθος.

1 thoughts on “09. Γραπτά – δικά μου

  1. Νίκο για μια άλλη φορά επιβεβαιώνεται ότι «τα γραπτά μένουν» καθώς και οι εικόνες, οι ήχοι τα συναισθήματα που καταγράφονται.
    Συγχαρτήρια για τη συλλεκτική δουλειά… Εκτός από τους αναγνωρισμένους τίτλους σκηνοθέτης, συγγραφέας που έχεις (σίγουρα υπάρχουν και άλλοι)θα πρέπει να προστεθεί και του «επίμονου συλλέκτη».
    Σε ευχαριστώ αλλά και όλοι εκείνοι που τις επόμενες ημέρες θα πλοηγηθούν στις σελίδες σου.
    Κώστας

Σχολιάστε