Πρώτον, ένας ευρηματικός τίτλος: Ο Μετανάστης Κινηματογράφος. Ο κινηματογράφος ως σώμα που ορά και οράται, που έχει το δικό του βλέμμα, το οδυσσεϊκό βλέμμα.
Δεύτερον, μία πολύτιμη ψηφίδα στο ασχεδίαστο ακόμη μωσαϊκό της νεοελληνική ς ιστορίας που δεν μπορεί να γραφτεί, όσο η ιστορία της ελληνικής διασποράς θα παραμένει αποσπασματική ή άγνωστη.
Τρίτον (κι αυτό με πολλές παραμέτρους), μία εξαντλητική κατάδυση στη γενέθλια γη του κινηματογράφου που εξακτινώνεται από την Αμερική του Edison ώς τις ανατολικές ακτές του Ατλαντικού κι ώς τον ελληνισμό της ευρύτερης Ιωνίας.
Αυτά είναι εν συνόψει τα επιτεύγματα του κινηματογραφίζοντος συγγραφέα και ερευνητή Νίκου Θεοδοσίου που με θρησκευτική ευλάβεια και επιμονή χαλκέντερου μελετητή αρθρώνει εκ νέου λησμονημένες λέξεις, εικόνες, συγκινήσεις. Η ακριβολογία του και η λεπταίσθητη ματιά του επάνω στα πρόσωπα, εκεί που κατακάθεται η σκόνη της ιστορίας και σαβανώνει αργά τα γεγονότα, απαιτούν – ιδού το μέγα μειονέκτημα αυτού του εγχειριδίου που πρέπει να βαδίσει μόνο του, με το πολύτιμο φορτίο του, το σκολιό μονοπάτι της αγοράς-, απαιτούν έναν αναλόγως υπομονετικό, λεπιδοπτερολόγο αναγνώστη, με καθαρόν τον αμφιβληστροειδή και ανοιχτό, όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, τον ορίζοντα προσδοκίας. Με τη σειρά του το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Θεοδοσίου θα μείνει ένα λεπτοφυές μετέωρο, αν δεν ιδωθεί ως έργον εν εξελίξει (work -in progress), ως μέρος μιας συναρπαστικής οδοιπορίας του συγγραφέα, που ξεκινά απ’ τα καρρέ του Γαλλικού Μάη του ‘68, την τραγικά ειρωνική ματιά του Godard, την αισθητική ουτοπία που ζήτησε να αιχμαλωτίσει σ’ ένα φακό το Τίποτε, τον αντιρατσισμό του Genet, την διεκδίκηση μιας καθολικής ρήξης εδώ και τώρα. Η ματιά του νεαρού τότε αυτοεξόριστου συγγραφέα θα οικειωθεί το καθολικό, επαναστατικό αίτημα ως διαρκή εσωτερική επανάσταση και θα διαθλάται επί τρεις δεκαετίες αδιακρίτως στο σελιλόιντ και στο χαρτί: φωτογραφικά οδοιπορικά ανά την Ελλάδα, ταινίες μικρού μήκους, οργάνωση κινηματογραφικών προβολών, στήλες κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, η γενοκτονία των Εβραίων, οι πολιτικές ιεροσυλίες, η πόλη του Περιστερίου και η αναζήτηση ενός μύθου πίσω από την σιωπή της ιστορίας, η χαμένη φωνή των προσφύγων του’ 22, η ουτοπία της Μεδουσάνθης, ο έκπτωτος θίασος της Χωράφας, το πληγωμένο δέντρο του Αβδελιώδη και η βιβλική μορφή του Τορνέ, το νήπιο ακόμη σινεμά μιας έρημης χώρας και τα θαύματα του κ. Edison, ολόκληρη αυτή η ιερή ετερότητα που μπορεί θαυμάσια να συνθέσει το εθνικό μας πορτρέτο, δεν αποτελούν παρά διαθλάσεις της ειρωνικής του ματιάς επάνω στο περιφρονημένο και κακοποιημένο εθνικό μας σώμα.
Τελευταίος ιριδισμός ο Μετανάστης Κινηματογράφος: αν ο Έλληνας της διασποράς (μήπως κι αυτός ο όρος δεν αποτελεί μεταφορά μιας κατακερματισμένης ματιάς;) είναι υποχρεωμένος να φορτωθεί τις ιδιότητες του οδυσσεϊκού του προτύπου, τότε η «καπατσοσύνη», το «κόλπο», η ‘κατεργαριά’, ώς την ‘ιερή σύλληψη του στιγμιαίου’ προσγράφονται με κατανόηση στο εθνικό ‘αρετολόγιο’, στην διαλεκτική της επιβίωσης σε μία μητροπολιτική διασταύρωση, όπου ένας μονόφθαλμος Πολύφημος ρυθμίζει την κυκλοφορία (η εικόνα αυτή είναι του Heiner Muller) ή σε ένα χρηματιστήριο, όπου οι Λαιστρυγόνες ελέγχουν το μεγαλύτερο πακέτο των μετοχών ή, τέλος, σε μία πολιτιστική βιομηχανία, όπου μια ακόρεστη Κίρκη επιδεικνύει νωχελικά τις λαγόνες της. Είναι η στιγμή που οι ‘ανώνυμοι’ Έλληνες της ιστορίας τοποθετούνται με παιδικό αυθορμητισμό μπροστά στον φακό και αποφασίζουν να διαχειριστούν τη ματιά και την τύχη του. Από τις μητροπόλεις της Αμερικής ώς τα περίχωρα της Τροίας θα υψωθεί από χέρια ελληνικά ο νέος μπερντές των αντεστραμμένων ειδώλων. Έχει σημασία να υποθέσει κανείς πως εκείνοι που δημιούργησαν τις έξι τέχνες, δεν θα άφηναν την 7η να τους ξεφύγει από τα χέρια. Ο Θεοδοσίου είναι τρυφερός απέναντί τους, τους δανείζει (αν δεν δανείζεται απ’ αυτούς) τον υπογείως ειρωνικό στοχασμό, καμαρώνει δικαίως για την ανακάλυψη και την συναρπαστική νοερή συνέντευξη που εκόντες άκοντες του παραχωρούν.
Για μας που γνωρίζουμε τον συγγραφέα και περπατήσαμε μαζί του, μέχρι που ασθμαίνοντες τον αφήσαμε να συνεχίσει μόνος του, αυτό το ελλειπτικό και ανεπαρκές ασφαλώς σημείωμα έχει ένα και μοναδικό στόχο: να σταθεί διακριτικά σε μία στροφή της οδοιπορίας του, το ίδιο διακριτικά, όπως γνωρίζει ο ίδιος να στέκεται πλάι στους συνοδοιπόρους και συντρόφους τοu πάθους και της αγωνίας του χωρίς να επιβάλλει το πραγματικό μέγεθος της αρετής και της γνώσης του.
Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Λειψία, 12 Ιουνίου 2003