04. Μαρτυρία- Τέος Ρόμβος

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Τέος Ρόμβος

Τέος Ρόμβος έζησε την κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου στην φοιτητούπολη του Παρισιού. Θυμάται και καταγράφει. Με πολύ χιούμορ και πολλή νοσταλγία. Τους επώνυμους Έλληνες τους «γυμνώνει» από τα ονόματά τους ή, αν θέλετε τους «ντύνει» με ψευδώνυμα. Πιστός στο πνεύμα του Μάη.)

sorbonne.jpg

Διαδηλωτές στην πλατεία της Σορβόνης.

«Κάτω από το λιθόστρωτο οι παραλίες».

«Κάτω από τους κυβόλιθους τα όνειρά μας».


Το Παρίσι έμοιαζε με πόλη βομβαρδισμένη, συγκοινωνίες δεν υπήρχαν, καύσιμα δεν υπήρχαν, τροφοδοσία δε γινότανε, καπνίζαμε τις τελευταίες γόπες που βρίσκαμε πεταμένες και μόνο τα ποδήλατα κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Από νωρίς είχε ακουστεί, στο καφέ Σεν Κλοντ, ότι το βράδυ οι Έλληνες θα μαζεύονταν στο αμφιθέατρο 5 της Σορβόννης για να συζητήσουν και να συντονίσουν τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του Μάη.
Πηγαίνοντας για κει πέρασα από δρόμους που ελέγχονταν από τους φοιτητές. Συνθήματα γραμμένα στους τοίχους: «Τέλος στο πανεπιστήμιο», «Κατάργηση της κοινωνίας των τάξεων», «Τέρμα στην εμπορευματική κοινωνία του θεάματος», «Η κοινωνία θα ευτυχήσει μόνο όταν ο τελευταίος γραφειοκράτης θα κρεμαστεί με τα άντερα του τελευταίου καπιταλιστή!».
Τριγύρω, έβλεπες μίμους, ταχυδακτυλουργούς, ανθρώπους που βγάζανε φωτιές από το στόμα, παρέες που παίζανε μουσική, ξυλοπόδαρους και ισορροπιστές. Οι συμπλοκές με την αστυνομία συνεχίζονταν το τελευταίο εικοσαήμερο σχεδόν καθημερινά, κι απόψε δεν είχαν ακόμη αρχίσει. Στους δρόμους που έλεγχαν οι δυνάμεις ασφαλείας, οι αστυνομικοί έστεκαν παρατεταγμένοι με πλήρη εξάρτυση, προστατευτικά γυαλιά, κράνη, ασπίδες, κλομπ, και παρακολουθούσαν με ζήλια και κούραση τη ζωή στην αυλή των θαυμάτων.
Μέσα στο αμφιθέατρο 5 γινότανε χαμός. Ήταν πολύς κόσμος εκεί, ο Τρότσκας, η Λενάρα, ο Αρχιτέκτονας, ο Δράκος, ο Χιτζάζ, ο Άγγελος, ο Βοσκός της Αβύσσου, ο Κόκκινος Δικηγόρος, ο Αμπελοφιλόσοφος, η Πασιονάρια, και πολλές φάτσες που έβλεπα για πρώτη φορά. Ο πυρήνας των συγκεντρωμένων ήταν οι αυτοεξόριστοι κινηματογραφιστές του Παρισιού, μόνο ο Γκάζης, το τσιράκι του Δράκου έλειπε. Ένα μήνα πριν, στις 23 του Απρίλη, τη μέρα που έγινε η συγκέντρωση στη Σορβόννη για τη συμπλήρωση ενός χρόνου φασισμού στην Ελλάδα, πήρε σουηδικό διαβατήριο και τώρα πια θα ήταν στη Στοκχόλμη.
Από τη Συντονιστική προτάθηκε να κάνουμε κατάληψη στην ελληνική πρεσβεία, υπήρξαν όμως πολλές αντιρρήσεις, θα φυλαγόταν -κατά πληροφορίες- εκτός από τους Γάλλους αστυνομικούς και από τους τραμπούκους του Περίπτερου. Αρχίσανε οι αψιμαχίες, ειπώθηκε ότι ο γαλλικός Μάης πρέπει να μεταλαμπαδευτεί στην Ελλάδα, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την ελληνική χούντα, άλλοι ήταν υπέρ της βίαιης ανατροπής του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, άλλοι υπέρ του περάσματος με ειρηνικά μέσα σε μια λαϊκή Δημοκρατία, ώρες ατέλειωτων συζητήσεων και ανταλλαγής σφοδρών πυρών.
«Εσείς», κραύγαζαν, «ξεπουλάτε την επανάσταση».
«Ρεβιζιονιστές!» οι μεν.
«Προβοκάτορες!» οι άλλοι.

sorbone_2.jpg

Το μεγάλο αμφιθέατρο της Σορβόνης τις μέρες της κατάληψης. Διαρκής Γενική Συνέλευση.

Σιγά σιγά η αίθουσα άδειαζε. Ο γαλλικός Μάης είχε ξεχαστεί, ώσπου κάποιος πρότεινε να καταλάβουμε το Ελληνικό Σπίτι στη φοιτητούπολη της Σιτέ. Η πρότασή του έγινε δεκτή με ανακούφιση απ’ τους περισσότερους.
Η νύχτα είχε προχωρήσει, όταν βγήκαμε από το χώρο του πανεπιστημίου στους δρόμους του καρτιέ Λατέν. Πελώρια δέντρα κομμένα σύρριζα ήταν πεσμένα στη μέση του δρόμου. Στα οδοφράγματα ξηλωμένα καθίσματα από το γειτονικό κινηματογράφο, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, γυρισμένα στο πλάι φορτηγά. Κρατώντας σημαίες στα χέρια κατεβήκαμε τη Ρι Σεν Ζακ τραγουδώντας ελληνικά τραγούδια, παράθυρα ανοίγανε στο δρόμο μας και ξαφνιασμένα μούτρα κοίταζαν την εύθυμη παρέα μας. Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στην πύλη της Σιτέ, είχε πια ξημερώσει, μπήκαμε στο πάρκο και σταματήσαμε μπροστά στο κτίριο που θύμιζε αρχαίο ελληνικό ναό. Ανάμεσα στους δυο κίονες της εισόδου ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα: Ελληνικό Σπίτι.
Ο μισοκοιμισμένος θυρωρός μας κοίταζε να γεμίζουμε την είσοδο, καμιά πενηνταριά συμπατριώτες σε πλήρη ευθυμία. Ο Γιάννης της Λιλής έβγαλε μια μπερέτα και την κούνησε στη μούρη του. Ο θυρωρός φάνηκε να ξυπνάει. Ο Γιάννης της Λιλής ρώτησε πού βρίσκεται το διαμέρισμα του Διευθυντή. Μερικοί ανεβήκαμε στο δεύτερο, που ήταν οι κοιτώνες των φοιτητών, και ανοίξαμε την πόρτα που έγραφε ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, χωρίς να χτυπήσουμε. Ήταν στο κρεβάτι του και κοιμότανε. Σηκώθηκε κάτωχρος. «Ποιοι είστε εσείς και με ποιο δικαίωμα…». «Σκασμός Χούντα!». Του ανακοινώθηκε σε έντονο ύφος ότι, από τώρα και στο εξής, το Ελληνικό Σπίτι καταλαμβάνεται από αντιχουντικούς πατριώτες και κηρύσσεται «Ελεύθερο Ελληνικό Έδαφος». Εκείνος απαλλάσσεται των χουντικών καθηκόντων του και θα παραμείνει έγκλειστος στο διαμέρισμά του κι όταν θελήσει να βγει θα ζητήσει την άδεια από την επιτροπή αγώνα. Στα πλαίσια του περιορισμού του προστέθηκε ο όρος ότι θα έπρεπε να φοράει μόνο πιτζάμες.
Το θυρωρό τον στείλαμε σπίτι του. Ο Αρχιτέκτονας κάθισε στο θυρωρείο και ανέλαβε το τηλεφωνικό κέντρο. Τηλεφώνησε στη συντονιστική της Σορβόννης και διάβασε τη διακήρυξη της επιτροπής κατάληψης: «Από σήμερα, 22 του Μάη και ώρα 7 το πρωί, το Ελληνικό Σπίτι της φοιτητούπολης βρίσκεται υπό κατάληψη από φοιτητές και νεαρούς ΄Έλληνες εργάτες. Η κατάληψη εκφράζει το πνεύμα αντίστασης στον ελληνικό φασισμό και είναι πράξη συμπαράστασης στο γαλλικό κίνημα. Από σήμερα το Ελληνικό Σπίτι ορίζεται σαν τόπος κατοικίας, συγκέντρωσης και ελεύθερων συζητήσεων, με σκοπό να γίνει κέντρο επαναστατικής δραστηριότητας». Ο Αρχιτέκτονας πρόσθεσε ότι θα πρέπει να ενημερώσουμε την επιτροπή συσσιτίου για να μας στέλνουν φαγητό. Μετά από αυτά άρχισε τα τηλεφωνήματα σε διάφορες γκόμενες.

Σε τοίχο του Ελληνικού Σπιτιού. Φωτογραφία Ζάκης Κουνάδης.

Σε τοίχο του Ελληνικού Σπιτιού. Φωτογραφία Ζάκης Κουνάδης.

Εντωμεταξύ στη μεγάλη σάλα γινότανε χαμός. Στους τοίχους έγραφε ο καθένας με σπρέι, λαδομπογιά ή μαρκαδόρο ό,τι σκεφτότανε, τα συνθήματα γέμιζαν τα λευκά ντουβάρια με αστραπιαία ταχύτητα. Αφίσες με μουστακαλήδες γεμίσανε τη μια μεριά:
«ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ».
«ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ».
«Ούτε Θεός ούτε Αφέντης».
«Η φαντασία στην εξουσία».
«Διαρκής επανάσταση».
«Κάντε Έρωτα όχι πόλεμο».
«Γαμήστε το σύστημα».
«Μπολσεβίκικη Επανάσταση».

Στη γωνίτσα μόλις που διακρινόταν το σύνθημα:
«Είμαι κι εγώ εδώ».
Διαμορφώσαμε το χώρο, ώστε να μπορούν να γίνονται συνελεύσεις. Έξω κρεμάστηκε ένα μεγάλο πανό που δέθηκε στα κλαδιά του κισσού της εισόδου:
«ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ».

fondation-hell.jpg

Ξυπνήσαμε τους φοιτητές στους κοιτώνες τους και τους καλέσαμε να κατέβουν στη μεγάλη σάλα όπου θα γινότανε γενική συνέλευση. Οι φοιτητές κατεβήκανε φοβισμένοι και κάθισαν μαζεμένοι στις καρέκλες. Από την παρέα μας όλοι σχεδόν γράφανε και μοιράζανε προκηρύξεις. Και τότε η συνέλευση άρχισε. Συζητήσεις με θέμα την αυτοοργάνωση, τις επιτροπές αγώνα, την κλιμάκωση των καταλήψεων, για την ανάγκη κοινωνικοποίησης της τέχνης, το επαναστατικό θέατρο, για επαναστατικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και, τέλος, για τρόπους άμυνας στις επικείμενες συγκρούσεις με την αστυνομία και τους φασίστες.
Ξαφνικά μια κοπέλα μισότυφλη, με πολύ χοντρούς φακούς, ανέκτησε φαίνεται την όρασή της κι άρχισε να στριγκλίζει υστερικά και να δείχνει μια αφίσα στον τοίχο. «Πάρτε τον αυτόν, αυτός έσφαξε τον παππού μου». Γύρισα και κοίταξα εκεί που έδειχνε. Ήταν η εικόνα ενός μουσάτου άντρα, ζωσμένου με φυσεκλίκια. Το αντεπαναστατικό αυτό στοιχείο απομακρύνθηκε από το φουαγιέ και η συνεδρίαση συνεχίστηκε. Ο Κοσταφέρης πρότεινε να χωριστούμε σε 5 επιτροπές αγώνα. Τέχνης και προπαγάνδας, τροφοδοσίας και καθαριότητας, παραγωγής πολιτικής και ιδεών, συντονισμού με την εξέγερση, φύλαξης και άμυνας. Ψηφίσαμε και αποφασίσαμε. Κάποιοι αναλάβανε να ανεβάσουνε θέατρο επαναστατικό, άλλοι να μαγειρεύουνε και να καθαρίζουνε, άλλοι να φυλάνε με βάρδιες και άλλοι γράφανε κείμενα με προοπτική να τα τυπώσουμε σε πολύγραφο.
Είχε πια βραδιάσει. Ο Άγγελος μίλησε με τη λεπτή ψιθυριστή φωνή του: «Δε θα φάμε τίποτα βρε παιδιά!» Θυμηθήκαμε ότι στα υπόγεια μαγειρεία είχαμε μεταφέρει τα τρόφιμα που μας είχε στείλει η επιτροπή συσσιτίου της Σορβόννης και τότε άρχισε το μαγείρεμα.
Τις επόμενες ώρες κυκλοφορούσαν φήμες για ενδεχόμενη επίθεση των Ελλήνων φασιστών του Περιπτέρου και των ομάδων κρούσης των φασιστών της Οξιντάν και κάναμε διπλοσκοπιές. Δε μου κολλούσε ύπνος και βγήκα έξω στη νύχτα να πάρω αέρα, άναψα τσιγάρο και μίλησα με τον Τρότσκα που φύλαγε σκοπός με ένα χοντρό ρόπαλο. Από το Σπίτι της Αφρικής ακούστηκαν γυναικείες φωνές να ζητάνε βοήθεια. Τρέξαμε. Μια ξανθή κοπέλα βγήκε τρέχοντας, γυμνή, κρατώντας το ματωμένο της στήθος, πίσω της ένα εξαγριωμένος Γκανέζος. Έντρομη εκείνη τον έδειχνε και φώναζε ότι ήθελε να τη φάει. Κινηθήκαμε απειλητικά προς τον Γκανέζο, που τρύπωσε πάλι μέσα στο Σπίτι της Αφρικής για να γυρίσει με καμιά δεκαριά άλλους συμπατριώτες του. Ακολούθησε συμπλοκή Ελλήνων και Αφρικανών. Οι φωνές μας ξεσήκωσαν τους καταληψίες των άλλων εθνικών σπιτιών, Ισπανούς και Πορτογάλους, που έτρεξαν και μας χώρισαν. Την κοπέλα την πήρε ένα ασθενοφόρο και η νύχτα τελείωσε έτσι. Γυρίσαμε στο φουαγιέ. Οι μεγάλοι, ο Δράκος, ο Διαφημιστής, ο Βοσκός της Αβύσσου, είχαν κάνει φαίνεται το επαναστατικό τους καθήκον και είχαν πάει στα σπίτια τους. Είχαμε μείνει όλοι οι άστεγοι και πεινασμένοι. Ο Μάης ήταν στην πραγματικότητα για μας και μεις έπρεπε να τον υπερασπιστούμε. Το ξημέρωμα συνεχίζονταν ακόμη οι συζητήσεις και οι τσακωμοί, μάχες χαρακωμάτων για κομματικές θέσεις. Υπήρχαν κάποιοι που θέλανε να βγάλουμε έξω από το Σπίτι τους τρόφιμους φοιτητές για να πάρουμε εμείς τα δωμάτια, άλλοι μας προέτρεπαν να βιάσουμε τις φοιτήτριες, ακόμη ακούστηκε η πρόταση να βασανίσουμε και να κρεμάσουμε το Διευθυντή. Κάποιοι κατηγορούσαν κάποιους άλλους για ρεφορμιστές, εκείνοι τους έβριζαν σταλινικούς. Άλλοι, αποκαμωμένοι, κοιμόντουσαν στο πάτωμα. Στα καθίσματα, κάθε λογής άνθρωποι κοιμόντουσαν, φιλιόντουσαν, αδιαφορούσαν. Οι πιο τυχεροί, ξαπλωμένοι στους λιγοστούς καναπέδες, ροχάλιζαν.
Αφίσα 1 Οι επιτροπές αγώνα είχαν ολότελα ξεχαστεί. Λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τη Σορβόννη και η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών, οι οδομαχίες που συνεχίζονταν στα κεντρικά βουλεβάρτα φάνταζαν πράγματα πολύ μακρινά. Όλο το κλίμα στο Ελληνικό Σπίτι ήταν κλίμα θεωρίας και εσωστρέφειας. Είχα την αίσθηση ότι οι συμπατριώτες μου, με όλες τις προσωπικές μικροκομματικές γραμμές που αγωνιούσαν να επιβάλουν, να προωθήσουν και να υπερασπιστούν, αναλώνονταν σε ζητήματα που βρίσκονταν μακριά από την πραγματική δράση. Οι Συνταγματάρχες στην Ελλάδα μου φαίνονταν θλιβεροί και μακρινοί για να ασχολούμαι μαζί τους. Αποφάσισα να φύγω από κει μέσα και να πάω στη Σορβόννη.
Λίγες μέρες μετά, όταν ο Μάης είχε πια τελειώσει, συνάντησα το Γιάννη της Λιλής που μου διηγήθηκε την πλάκα που έγινε στο Ελληνικό Σπίτι, το τελευταίο βράδυ, πριν αποχωρήσουν και οι τελευταίοι καταληψίες. Κάθε βράδυ, στις οκτώ, περνούσε από το Σπίτι ένας κοντούλης και γλοιώδης τύπος, που μεταξύ μας ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για έμμισθο χαφιέ. Αργότερα, στη μεταπολίτευση, τον συνάντησα καθηγητή στην Πάντειο. Όταν, λοιπόν, εκείνο το βράδυ εμφανίστηκε, τον προσκαλέσανε με τρόπο να κάτσει μαζί τους στο πίσω δωμάτιο. Ανυποψίαστος εκείνος μπήκε και κάθισε. Ενώ συζητούσανε, κάποιος πήγε στο ραδιόφωνο και το άνοιξε στα βραχέα και μέσα από παράσιτα προσπαθούσε να το συντονίσει στη Φωνή της Αλήθειας, την εκπομπή που εξέπεμπε στα ελληνικά, εκείνα τα χρόνια, το Ράδιο Μόσχα. Την εκπομπή την είχαν μαγνητοφωνήσει από πριν στο ραδιοκασετόφωνο και έτσι αντί για ράδιο ακουγόταν η σκηνοθετημένη εκπομπή. Τους ήχους των παρασίτων τους είχανε δημιουργήσει με ψαλίδια που τρίβανε πάνω σε μέταλλα, σύρμα κατσαρόλας και άλλα, η κοπέλα που έκανε την εκφωνήτρια άλλοτε απομακρυνόταν από το μικρόφωνο κι άλλοτε πλησίαζε, έτσι, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ενός σταθμού βραχέων που χάνεται και ξαναεμφανίζεται.
Κάποιος είπε, «να, εκεί είναι», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που μίλαγε ελληνικά, αυτός που έψαχνε για το σταθμό είπε να γίνει ησυχία, η φωνή ακουγότανε στο ραδιόφωνο να πάλλεται, μιλούσε προφανώς για την πτώση της χούντας
«Εδώ Μόσχα…, εδώ Μόσχα…, σας ομιλεί η Φωνή της Αλήθειας…, Έλληνες πατριώτες, Έλληνες της διασποράς, απανταχού Έλληνες, η χούντα πέθανε, αυτή την ώρα οι κάτοικοι της Αθήνας έχουν βγει στους δρόμους για να γιορτάσουνε την πτώση της ξενόφερτης, αιματοβαμμένης και λαομίσητης χούντας των λακέδων στρατιωτικών, οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι όλα τα ανδρείκελα της χούντας και οι υπηρέτες τους έχουν πέσει στα χέρια του λαού. Λαϊκά δικαστήρια οργανώνονται μπροστά στη Βουλή, οι πρώτες αγχόνες στήνονται στο Σύνταγμα. Έλληνες πατριώτες, Έλληνες της διασποράς, απανταχού πατριώτες, γρηγορείτε! Απομονώστε τους χαφιέδες που βρίσκονται ανάμεσά σας, αυτοί είναι οι πρώτοι που πρέπει να πληρώσουνε…».
Όλοι κοιταχτήκανε με σημασία, σιγά σιγά τα βλέμματα συγκεντρώθηκαν και μείνανε καρφωμένα πάνω στο χαφιέ. Όταν εκείνος κατάλαβε ότι όλοι μέσα στο δωμάτιο τον κοιτούσαν, κατέβασε το βλέμμα, ψιθύρισε κάτι γρήγορα, φοβισμένα, κι εξαφανίστηκε από το Σπίτι.
Ήμουν πολύ νέος τότε και όλα, όσα συμβαίνανε γύρω, μου φαίνονταν ότι θα διαρκέσουν για πάντα. Λίγες μέρες μετά, οι παραλίες σφαλίστηκαν και πάλι κάτω από το καλντερίμι των δρόμων κι από πάνω έπεσε άσφαλτος. Τα όνειρά μας συνεχίζουν να βρίσκονται θαμμένα κάτω από τους κυβόλιθους και καραβάνια τουριστών τριγυρίζουν σήμερα στα σημεία των συγκρούσεων, όπου οι τσιτσερόνε εξηγούν πώς άρχισαν όλα.

————————————————————————————————-
Η «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ» έχει συμπεριληφθεί σε αφιέρωμα για τα 30 χρόνια από το Γαλλικό Μάη 1968, στο ένθετο περιοδικό «Επιλογές» της εφημερίδας «Μακεδονία», όπως επίσης και στο έντυπο FMR, ένα φλύαρο παράρτημα του περιοδικού «Bismuthum», τον Ιούνιο του 1998.

Περιλαμβάνεται επίσης στο βιβλίο του ΤΕΟΥ ΡΟΜΒΟΥ: «ΚΡΥΦΑ ΤΑΞΙΔΙΑ» (εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΕΛΑΓΟΣ, 2005) και στην Ανθολογία διηγημάτων «Chercher …la France» (εκδόσεις Αντίκτυπος, 2007)

Σχετικό με το Μάη 68 είναι και το αφήγημα «Το Ξενοδοχείο της Λίλης». Μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

(δημοσιεύτηκε στη ΓΑΛΕΡΑ, τ. 32, Μάιος 2008. Περιλαμβάνεται κι αυτό  στα “Κρυφά Ταξίδια”.

1 thoughts on “04. Μαρτυρία- Τέος Ρόμβος

  1. Παράθεμα: Aφιέρωμα στο Μάη του ’68 (του Ν. Θεοδοσίου) και video – ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ Π.Ε. "Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ"

Σχολιάστε