Συνεντεύξεις

Συνέντευξη τύπου στην Θεσσαλονίκη, 18 Μαρτίου 2010

Συνεντεύξεις για την ταινία μου «Ο αθέατος σκηνοθέτης» με αφορμή την προβολή της στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Μια μίνι συνέντευξη στο περιοδικό του Φεστιβάλ  «Πρώτο Πλάνο» Νο 256, 17 Μαρτίου 2011

  • Τι είναι αυτό που σας κάνει να «επιμένετε» στο είδος του ντοκιμαντέρ;

«Επιμένω» στο ντοκιμαντέρ για  δύο λόγους. Πρώτος, η ανάγκη για διαρκή επαφή με τον κόσμο του πραγματικού. Δεύτερος, τα δυσβάστακτα οικονομικά για την παραγωγή μιας ταινίας μυθοπλασίας. Ειδικά σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης.

  • Υπάρχει χώρος στην κινηματογραφική αγορά για το είδος του ντοκιμαντέρ ή θεωρείς ότι η τηλεόραση είναι και πρέπει να είναι το κύριο μέσο προβολής του;

Με τη συνεχιζόμενη εξαφάνιση των ανεξάρτητων αιθουσών και την κυριαρχία των κινηματογραφικών «γκέτο» (πολυκινηματογράφων) περιορίζονται δραματικά οι δυνατότητες των ντοκιμαντέρ να βγουν στις αίθουσες. Έτσι σαν μόνη διέξοδος φαίνεται η τηλεόραση. Αλλά η τηλεόραση εκφύλισε το δημιουργικό ντοκιμαντέρ, το ώθησε το προς ρεπορτάζ και το «οριοθετεί» βάζοντας  περιορισμούς τόσο στη μορφή όσο και το περιεχόμενο.  Το ανεξάρτητο ντοκιμαντέρ είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους διάδοσης. Η ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο βοηθούν σ αυτό.

  • Ποια είναι τα στοιχεία που κατά τη γνώμη σας συνθέτουν ένα καλό ντοκιμαντέρ;

Τα ίδια που αφορούν την κινηματογραφική δημιουργία στο σύνολό της αλλά και κάθε καλλιτεχνική δημιουργία.  Να είναι πρωτότυπο. Να περιέχει το βασικό στοιχείο της δραματουργίας, τη σύγκρουση. Τη σύγκρουση του γύρω μας εξωτερικού κόσμου με τον εσωτερικό δικό μας κόσμο. Κι όπως λέει ο Ροβήρος  Μανθούλης στον  «Ο αθέατο σκηνοθέτη»,  μέσα από αυτή τη σύγκρουση θα γεννηθούν σκηνές που «θα είναι, θα πρέπει να είναι, αποκαλυπτικές για τα εντόσθια του κόσμου που μας περιβάλλει ή αποκαλυπτικές για τα δικά μας τα εντόσθια. Ή και τα δύο.»

Παρουσίαση της ταινίας στην πρώτη της προβολή, Τετάρτη 16 Μαρτίου 2010

Ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» της Θεσσαλονίκης από τη συνέντευξη τύπου που δόθηκε στον Ιανό στις 18 Μαρτίου 2011

Μπρος και πίσω από την κάμερα

Ενα «ιδιότυπο μάστερκλας» από πλευράς του Ροβήρου Μανθούλη χαρακτήρισε ο ντοκιμαντερίστας Νίκος Θεοδοσίου την ταινία του «Ο αθέατος σκηνοθέτης» και εξήγησε ότι η δυσκολία στην υλοποίησή της ήταν η επιλογή 25 σκηνών από τις χιλιάδες που υπάρχουν στο έργο ενός τόσο σημαντικού δημιουργού, ο οποίος διαθέτει 120 ταινίες στο ενεργητικό του. Μεταξύ αυτών και η πρώτη ταινία παγκοσμίως με θέμα το μπλουζ, για την οποία ο σκηνοθέτης ταξίδεψε στον αμερικανικό Νότο καταγράφοντας τους Αφροαμερικανούς εργάτες να τραγουδούν μπλουζ, σκηνή που περιλαμβάνεται και στο ντοκιμαντέρ «Ο αθέατος σκηνοθέτης».

Στην ερώτηση πόσο εύκολο είναι να φέρνει κανείς ένα σκηνοθέτη μπροστά από την κάμερα ο Νίκος Θεοδοσίου απάντησε: «Ο Ροβήρος Μανθούλης δεν είχε κανένα πρόβλημα, εξάλλου έχει συμμετοχή στα κοινά, ήδη από τα 15 του χρόνια όταν μπήκε στην ΕΠΟΝ. Μέσα από τις ταινίες του, ανέδειξε σημαντικά πολιτικά γεγονότα, έχει παρουσιάσει συγγραφικό έργο, ενώ δύο φορές -το 1975 και το 1981- κλήθηκε να αναλάβει την ανασύσταση της ΕΡΤ».

  • Συνέντευξη στο κινηματογραφικό πόρταλ sevenart (7/9/2011)

Συνέντευξη: Νίκος Θεοδοσίου (Αθέατος σκηνοθέτης)

07 Οκτωβρίου 2011 | SevenArt.gr
Συνέντευξη στον
Νέστορα Πουλάκο
(poulakos@sevenart.gr)

Ψάχνοντας στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα μεγάλου μήκους του 5ου Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στη Χαλκίδα, και το SevenArt είναι χορηγός επικοινωνίας, ανακαλύπτω το πολύ ενδιαφέρον, και ιδιότυπο αυτό κινηματογραφικό masterclass του Ροβήρου Μανθούλη.

Το ντοκιμαντέρ του Νίκου Θεοδοσίου, “Αθέατος σκηνοθέτης”, 67 λεπτών, σε παραγωγή του Νεανικού Πλάνου, μετά την προβολή του στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, θα παρουσιάσει και στη Χαλκίδα (αύριο το μεσημέρι και μεθαύριο το βράδυ) ένα άκρως αποκαλυπτικό μάθημα κινηματογράφου του Ροβήρου Μανθούλη.

Ο πολύ σημαντικός Έλληνας σκηνοθέτης, με 122 ταινίες στη φιλμογραφία του, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι ντοκιμαντέρ, και φυσικά ταινίες μυθοπλασίας που άφησαν εποχή, όπως “Πρόσωπο με πρόσωπο”, “Ψηλά τα χέρια Χίτλερ” και “Lilly’s story”, αναγεννητής της κρατικής τηλεόρασης και πασίγνωστος στην Αμερική και τη Γαλλία, παρουσιάζει μέσα από 25 σκηνές ταινιών του, τη μαγεία και τη σημειολογία του σινεμά.

Ο Νίκος Θεοδοσίου, ο οποίος βρίσκεται πίσω και από την διοργάνωση Κάμερα Ζιζάνιο που διεξάγεται κάθε Δεκέμβριο στην Ολυμπία, μίλησε στο SevenArt για την ιδιαίτερη αυτή προσέγγισή του στον Ροβήρο Μανθούλη.

“Ο σκηνοθέτης πρέπει να παραμένει αθέατος. Σαν η ταινία να γυρίστηκε μόνη της”. Μια φράση που δεν συνοψίζει το σινεμά του δημιουργού, που υπηρέτησε ο ίδιος ο Ροβήρος Μανθούλης. Ποια η δική σας γνώμη;

Αυτή η φράση είναι η κατάληξη ενός συλλογισμού για το περιεχόμενο και τη μορφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αποκομμένη πιθανόν να δημιουργεί παρεξηγήσεις. Ο Μανθούλης υποστηρίζει ότι η μαγεία της δημιουργίας, που εμπεριέχεται σε κάθε καλλιτεχνικό έργο, πρέπει να περνάει στο υποσυνείδητο του θεατή χωρίς να γίνεται εμφανής η διαδικασία της “μεταφοράς”. Μορφή και περιεχόμενο να είναι δεμένες με τέτοιο τρόπο που να μην ξεχωρίζουν οι ραφές. Όπως συμβαίνει με τους αρχαίους ναούς. Θαυμάζουμε τους υπέροχους κίονες αλλά δεν βλέπουμε ότι αποτελούνται από πολλά κομμάτια.  Γιατί όταν φαίνονται οι ραφές χάνεται η μαγεία. Αυτό συμβαίνει και με το κινηματογραφικό έργο που είναι φορτωμένο με σκηνοθετικά πυροτεχνήματα. Οι ραφές φαίνονται. Αρχίζουμε να ξεχωρίζουμε τα επιμέρους συστατικά της: σενάριο, φωτογραφία, μουσική, ερμηνεία κλπ. και το ένα να βαραίνει στο άλλο. Και τότε χάνεται η μαγεία. Η σφιχτή διαλεκτική σχέση μορφής και περιεχομένου είναι η ουσία της δημιουργίας κι αυτό κάνει να ξεχωρίζει τον κινηματογράφο του δημιουργού από το προϊόν των μεγάλων στούντιο όπου όλα ρυθμίζονται με έναν δοσομετρητή, με τελικό αποδέκτη την “αγορά” που οι ίδιοι διαμορφώνουν. Και μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία αναδεικνύεται η ξεχωριστή ταυτότητα του κάθε δημιουργού κι όχι με “έξυπνες” παρεμβάσεις στη φόρμα. Κι αυτή η παρατήρηση έχει ξεχωριστή σημασία σήμερα, όπου που με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας οι σκηνοθέτες έχουν άπειρες, και με ελάχιστο κόστος, δυνατότητες παρέμβασης στη μορφή. Και δυστυχώς μένουν εκεί. Να εντυπωσιάζουν το κοινό. Με τις παρατηρήσεις του Μανθούλη συμφωνώ απόλυτα, κι αυτό ήταν άλλωστε ένα από τα πολλά κίνητρα ώστε να γίνει αυτή η ταινία. Να προωθήσω αυτή τη θέση.

Μέσα από τις 25 σκηνές ταινιών του κ. Μανθούλη, δεν φιλοτεχνείται κι ένα πορτρέτο του ίδιου; Ο σκοπός του ντοκιμαντέρ σας είναι βιογραφικός ή εκπαιδευτικός, σαν ένα μάθημα κινηματογράφου δηλαδή;

Η ταινία μου δεν είναι ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ. Δεν περιέχει κανένα στοιχείο αυτού του είδους. Άλλωστε άλλοι πριν από μένα έχουν κάνει πορτρέτα του. Άσε που έχει μια τόσο πλούσια σε εμπειρίες ζωή που είναι αδύνατο να τη συμπυκνώσεις σε μιας περιορισμένης διάρκειας ταινία. Αυτό θα φανεί καθαρά όταν κυκλοφορήσει, ελπίζω σύντομα, η αυτοβιογραφία του την οποία τώρα ολοκληρώνει. Η σκηνοθετική ταυτότητα του Ροβήρου Μανθούλη (γιατί διαθέτει τώρα κι ένα μεγάλο συγγραφικό έργο) είχε για μένα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες σκηνοθέτες που έχουν αναπτύξει μια θεωρητική, κριτική σκέψη πάνω στον κινηματογράφο και ιδίως στο ντοκιμαντέρ συνδυάζοντας τη θεωρία με την πράξη. Αυτό είναι ένα πολύτιμο κεφάλαιο, ειδικά για τους νεώτερους. Κι αυτό είναι εν μέρει μόνο γνωστό μέσα από κάποιες ομιλίες και γραπτά κείμενα δημοσιευμένα εδώ και εκεί. Μέσα από την ταινία μου ήθελα να συμβάλλω στην παραπέρα διάδοση αυτής της συσσωρευμένης και πολύτιμης γνώσης. Ναι, η ταινία μου είναι ένα μάθημα κινηματογράφου. Άλλωστε ο βασικός της κορμός στηρίζεται σε ένα masterclass του Μανθούλη χάρη στο οποίο συνεργαστήκαμε για δυο χρόνια περίπου.

Πείτε μου ένα σημαντικό λόγο, που πρέπει ένας σινεφίλ να δει το ντοκιμαντέρ σας στη διανομή; Και πώς πιστεύετε ότι μπορεί να επιλυθεί το συγκεκριμένο… άλυτο ζήτημα, της διανομής των ντοκιμαντέρ, στη χώρα μας;

Δεν κάνω ταινίες για σινεφίλ. Δεν μπορώ να έχω στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο κοινό όταν φτιάνω μια ταινία. Θα είναι σα να βάζω περιορισμούς, φίλτρα, όρια. Θέλω να είμαι ελεύθερος για να βγάλω αβίαστα αυτό που έχω μέσα μου. Γι’ αυτό δεν με ενδιαφέρει να πείσω κανέναν να δει την ταινία. Όποιος θέλει, θα την δει. Θα μου πεις πώς… Το ζήτημα της διανομής των ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα είναι τεράστιο. Δυστυχώς μόνο η τηλεόραση είχε μείνει, κι αυτή κουτσή, δηλαδή η ΕΡΤ. Τώρα με την κατάργηση και της ΕΤ1, το πρώτο θύμα θα είναι το ελληνικό ντοκιμαντέρ. Ίσως να μείνει κάποια ζώνη για το είδος των “μεγάλων ρεπορτάζ”, που στην Ελλάδα της γενικής θολούρας ονομάζουν ντοκιμαντέρ. Πιο πριν διαλύθηκε οικονομικά (αν και απέκτησε γενικό διευθυντή) το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, που χρηματοδοτούσε κάποια ντοκιμαντέρ. Ευτυχώς τα τεχνικά μέσα τώρα είναι φτηνά και μπορούμε να φτιάχνουμε πότε πότε καμιά ταινία με τη βοήθεια φίλων. Για να κρατηθούμε καλλιτεχνικά εν ζωή.  Για τη διανομή μόνο εναλλακτικές λύσεις μπορούν να υπάρχουν σήμερα.  Κυρίως μέσω ενός παράλληλου δικτύου (μικρές ίσως αίθουσες, σύλλογοι κλπ,). Στη Γερμανία το έχουν καταφέρει. Το διαδίκτυο παραμένει ένα άλυτο ζήτημα. Μπορεί μέσα από αυτό να διακινούνται οι ταινίες αλλά χάνεται η αμεσότητα του δημιουργού με τον θεατή. Έχω ανεβάσει την ταινία μου “Γράμμος, μαγικές εικόνες” στο ίντερνετ. Έχει κάνει γύρω στις 5 χιλιάδες προβολές. Δεν αξίζουν όμως τίποτα μπροστά σε μία προβολή των 30 ατόμων σ’ ένα καφενείο στο Χορτιάτη, ή σε 100 άτομα στη Φλώρινα. Δεν κάνουμε ταινίες για να τις πετάμε στη μούρη των θεατών αλλά για να επικοινωνούμε μαζί τους, να αναπτύσσουμε ένα διάλογο. Ν’ ανέβουμε ένα σκαλί παραπάνω.

Πιστεύετε ό,τι ο Ροβήρος Μανθούλης έχει λάβει τις τιμές, τις διακρίσεις, τις βραβεύσεις που του αξίζουν, για την προσφορά του και το έργο του, από το σημερινό ελληνικό κινηματογραφικό γίγνεσθαι;

Όχι. Μόνο το Νεανικό Πλάνο και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους οργάνωσε στον κινηματογράφο Φιλίπ ένα σοβαρό αφιέρωμα στον Μανθούλη, με ταινίες που προβάλλονταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μόνο το Νεανικό Πλάνο εξέδωσε το μοναδικό βιβλίο για το κινηματογραφικό του έργο “Ροβήρος Μανθούλη, Μια ζωή ταινίες”. Μόνο η τηλεόραση της Βουλής κι όχι η ΕΡΤ της οποίας διετέλεσε διευθυντής, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα  με την προβολή των περισσότερων ταινιών του. Από κει και μετά, το χάος. Αποσπασματικές προβολές και κάποιες τιμητικές εκδηλώσεις εδώ κι εκεί. Αλλά ο Μανθούλης δεν πιστεύω ότι ζητά τιμές. Είναι ακόμα ζωντανός, ενεργός και δημιουργικός. Έχει ιδέες. Αν θέλανε να τον τιμήσουν θα έπρεπε να τον καλέσουν να σκηνοθετήσει ταινίες. Αυτό είναι το παράπονό του. Δεν θα έρθει να παρακαλέσει κανέναν. Να τον καλέσουν.

Το ντοκιμαντέρ σας “Ο αθέατος σκηνοθέτης” είχε κρατική στήριξη; Προσπαθήσατε; Και ποια είναι η άποψη σας για την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή στις μέρες μας;

Δε ζήτησα λεφτά από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου γι’ αυτή την ταινία. Νομίζω ότι θα ήταν χαμένος κόπος και άσκοπα  έξοδα. Πιο πριν, μου είχαν απορρίψει τρεις διαδοχικές προτάσεις. Και μια ολοκληρωμένη ταινία μου που υπέβαλλα για ενίσχυση, την ταινία για τους πλανόδιους κινηματογράφους στην Ελλάδα “Ο κος Λεονάρδος και οι άλλοι”, αν κι έχει πίσω της δουλειά δέκα χρόνων, ενέκριναν το αστείο ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο δεν έχω πάρει κι ούτε πρόκειται να πάρω. Τώρα μάλιστα με την κατάσταση που βρίσκεται το Ε.Κ.Κ… Οπότε μπορώ να λέω ότι έχω ήδη μια τιμητική διάκριση στο ενεργητικό μου: δεν πήρα ποτέ χρήματα από το Ε.Κ.Κ. Αυτό δεν αποτελεί μομφή γι αυτούς που πήραν. Κι εγώ θα ήθελα. Αλλά δεν μπόρεσα. Όσον αφορά την κινηματογραφική παραγωγή. Με το νέο νόμο για τον κινηματογράφο κάναμε ένα μεγάλο άλμα… προς τα πίσω. Στην εποχή που ο κινηματογράφος ήταν αρμοδιότητα του υπουργείου βιομηχανίας. Τώρα μπορεί να είναι και χειρότερα. Το υπουργείο Πολιτισμού ουσιαστικά έχει αποσυρθεί, το κινηματογραφικό έργο δεν αντιμετωπίζεται σαν έργο τέχνης αλλά σαν εμπόρευμα και τα κανάλια που υποτίθεται ότι θα χρηματοδοτούσαν την παραγωγή βουλιάζουν στα χρέη. Όποια πορεία θα έχει η ελληνική βιομηχανία, αντίστοιχη θα έχει και ο κινηματογράφος. Εκτός αν έρθουν τα πάνω κάτω.
Έχετε στα υπόψη σας, ή στα σκαριά, καινούρια κινηματογραφικά σχέδια προς παραγωγή, στο άμεσο μέλλον;

Άμεσος στόχος είναι η ολοκλήρωση μιας ταινίας για το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία. Για την ακρίβεια, για τις τελευταίες μέρες του μοναδικού χωριού στο εξωτερικό που στο κοινοτικό γραφείο κυματίζει ακόμα η ελληνική σημαία. Ήθελα να καταγράψω τις τελευταίες στιγμές ενός μαρτυρικού τόπου. Ειδικά μετά την πολιτική αλλαγή του 1989, όταν πήγαν στο νεκροταφείο για να καταστρέψουν τους τάφους που δεν είχαν σταυρό αλλά ένα  κόκκινο αστέρι. Φαίνονται τα σημάδια. Ήθελα να καταγράψω την απίστευτη τραγωδία των ανθρώπων που για 60 χρόνια τώρα προσπαθούν να ριζώσουν, ή μάλλον πεθαίνουν χωρίς να ριζώσουν περνώντας από πάνω τους τα κύματα της ιστορίας (Εμφύλιος 1946-49, Ουγγρική Επανάσταση 1956, Δικτατορία στην Ελλάδα 1967, πολιτική αλλαγή στην Ουγγαρία 1989). Όπως ο Θωμάς που περίμενε μια ζωή τη Ρόζα να πάει να τον βρει στο χωριό Μπελογιάννης αλλά πέθανε χωρίς να μάθει ποτέ ότι τη Ρόζα την είχαν βιάσει και σκοτώσει στο δρόμο για εκεί οι παρακρατικοί. Να πω αυτά που δε χώρεσαν ή είναι μεταγενέστερα από την ταινία του Νίκου Ξανθόπουλου. Δυστυχώς αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από το Ε.Κ.Κ. και τώρα θα πρέπει να την “κλείσω” με ότι υλικό κατάφερα να συγκεντρώσω μόνος μου. Αν μείνει θα βρικολακιάσει. Άλλη μια ημιτελής ταινία στην ατέλειωτη περιπέτειά μας.

Σχολιάστε