Ένα τραγούδι για το Περιστέρι

Η περιοχή του Περιστερίου στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του περίφημου Ελαιώνα των Αθηνών τον οποίο διέσχιζε ο ποταμός Κηφισός.

Οι πρώτες καταγραφές σε στίχους της περιοχής υπάρχουν στις αρχαίες τραγωδίες.

Στον Οιδίποδα επι Κολωνώ ο Σοφοκλής  βάζει τον χορό να λέει

Εδώ οι βρύσες άυπνες

τρέφουν τα ρέματα

του Κηφισού τα αέναα

καρπίζουν της πλατύστηθης

γης μας τα χωράφια

Κι ο Ευριπίδης στη Μήδεια

Κι εκεί το λεν, η Κύπριδα

παίρνοντας απ τα γάργαρα του Κηφισού νερά

με τις γλυκόπνοες αύρες των ανάλαφρων

ανέμων κάμπους και βουνά

δροσαίνει.

Η εικόνα ουσιαστικά δεν αλλάζει μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Απλά τώρα έχουν προστεθεί κάποια περιβόλια και εξοχικά κεντράκια στα οποία έρχονται να διασκεδάσουν οι Αθηναίοι.

Χαρακτηριστική η περιγραφή του  Κ Δημητριάδη

«Εκεί κάτω, στη δροσολουσμένη Κολοκυνθού, πλάι στην εκκλησιά της, στα γέρικα πλατάνια, τους ψηλούς ευκάλυπτους, τις ασημόφυλλες πελώριες λεύκες, πλάι στο ποτάμι με τα γραφικά γεφυράκια και τα βατράχια του, εκεί κάτω, μονομαχούσαν οι ιπποτικοί Αθηναίοι, μόλις χάραζε η αυγή-τις πιο πολλές φορές για κάποιαν αρωματισμένη κυρία που διαφιλονικούσαν κι οι δύο ερασταί μονομάχοι.

(…) Εκεί, στ΄ανοιχτόκαρδα Κρασοπουλειά της Κολοκυνθούς, τα μεγάλα γλέντια κι οι εκδρομές του λαού της Αθήνας «συν γυναιξί και τέκνοις» και τα κουβαλήματα πελώριων ταβάδων με τις πατροπαράδοτες-παραγεμιστές τομάτες, και τις καλαθούνες με τα τυριά, τους «κεπτέδες», τα σπιτικά ψωμιά κι όλα τα καλά του κόσμου.

Το 1925 γίνεται η πρώτη μαζική εγκατάσταση προσφύγων στο Περιστέρι. Δημιουργείται μια απέραντη παραγκούπολη. Οι άνθρωποι το χειμώνα υποφέρουν από το κρύο και τη λάσπη, το καλοκαίρι από τη σκόνη. Μονίμως δε από τα σκουπίδια.

Όταν ήρθαμε στο Περιστέρι, γυρίζαμε γύρω σαν τα κοτόπουλα να δούμε. Και δεν υπήρχε τίποτα εδώ τριγύρω. Ούτε χωράφι, ούτε δρόμος. Μόνο μερικές ελιές εδώ παρακάτω που είναι το γήπεδο. Και με τα κάρα φέρνανε τα σκουπίδια των Αθηνών. Ήταν ο σκουπιδότοπος των Αθηνών. (αφήγηση Γιάννη Γιαννιάδη)

Αυτές οι παράγκες ήτανε ένας σκελετός και πάνω καρφωμένες σανίδες. Από μέσα, άμα είχε ρόζους, έβλεπες έξω. Εμείς βάλαμε από μέσα ξύλα, έτσι σαν μπαγδατή, μικρές πηχούλες που τις καρφώσαμε στο σκελετό και τις σοβάντισε ο μπαμπάς μου. Άλλοι κολούσαν εφημερίδες. Η σκεπή ήταν από πισόχαρτο. Όταν έβρεχε έτρεχε και βάζαμε τενεκεδάκια από κάτω να μαζεύουμε το νερό. Ο μπαμπάς μου την είχε δέσει με συρματόσκοινα για να μην την πάρει ο αέρας. (Αφήγηση Έλλη Γαβατίδου)

Ένα τραγούδι που έγινε μεγάλο σουξέ σε όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς  ήταν το παραδοσιακό τραγούδι, ΟΙ ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές. Υπάρχει και σαν καλαματιανό αλλά και σαν ρεμπέτικο παραδοσιακό. Αντανακλά μια ολόκληρη εποχή.

Αχ, αν δε μου δώσει η μάνα σου,

Ογδόντα ομολογίες, ντούρου ντούρου

Αχ, ογδόντα ομολογίες.

Αχ , θα έρχομαι στο σπίτι σας, να κάνω φασαρίες

Έλα κλίνε πια σε μένα

Κι ας τη μάνα που σε γέννα.

Οι ομολογίες στις οποίες αναφέρεται είναι οι ομολογίες των προσφυγικών δανείων που συνήψε το ελληνικό κράτος και δίνονταν σαν αποζημίωση στους πρόσφυγες. Το τραγούδι αποτελεί σάτιρα αυτής της ιστορίας.

Σε κάθε γειτονιά πρόσθεταν στίχους για να το φέρουν κοντά στη δική τους πραγματικότητα.

Αχ, αν δε μου δώσει η μάνα σου,

Της Κοκκινιάς το σπίτι, ντούρου, ντούρου

Αχ, της Κοκκινιάς το σπίτι.

Αχ, θα πάω να πάρω τη Μαριώ, από τον Ποδονίφτη.

Στην Περιστεριώτικη εκδοχή υπάρχει ο στίχος:

Αχ, αν δεν μου δώσει η μάνα σου σπίτι στο Περιστέρι

Αχ, και μαγαζί στον Κολωνό, δεν θα γενούμε ταίρι

Την πραγματικότητα σε σχέση με την προίκα μας δίνει η αφήγηση της Ρόζας Πετράκη από τη Σμύρνη που εγκαταστάθηκε στις παράγκες της συνοικίας των Δημοτικών.

Το 1927 παντρεύτηκα. Στις παράγκες έγινε ο γάμος. Ήμουνα 17 χρονών. Ο άντρας μου ήτανε 10 χρόνια μεγαλύτερος. Ήτανε μάγειρας στο ξενοδοχείο  Μεγάλη Βρετάνια.

Ήρθε κι ο μπάρμπα Νίκος ο Ψαρός κι έφερε σαντούρια και βιολιά και χορεύανε. Τότε οι γάμοι φαινόσαντε πλούσια πράματα.

Ο γαμπρός δεν ζήτησε προίκα, ήτανε φτωχός κι αυτός. Τότε δεν δίναμε προίκες, δίναμε ομορφιές κι αγάπες.

 Όταν παντρευτήκαμε μας δώσανε μια άλλη παράγκα κι εκεί πήγε ο μπαμπάς, η μαμά κι ο παππούς.

Είναι η εποχή που ανθεί το ρεμπέτικο τραγούδι. Τραγούδια για τις γυναίκες γράφανε πολύ συχνά οι ρεμπέτες.

Χαρακτηριστικό το ζειμπέκικο του Παναγιώτη Τούντα «Ο Αγαπησιάρης» (1934)

Ο «Αγαπησιάρης» έχει ερωμένες σε όλους τους συνοικισμούς της Αθήνας. Από το Πολύγωνο στο Τουρκολίμανο, μια εικοσάχρονη χήρα στο Βύρωνα, μια κατσαρομάλλα στο Θησείο, μια μοδιστρούλα του Ψειρή, μια Πολίτισα στους Ποδαράδες και μια Σμυρνιά στο Περιστέρι που του τα πήρε όλα.

Στο Περιστέρι, άλλη μια,

Κούκλα, πεντάμορφη σμυρνιά,

Αυτή τα πήρε ούλα μου

Και μ΄έκαψε, μανούλα μου.

Οι γυναίκες στο Περιστέρι ήταν πολύ κοκέτες. Ντύνονταν όμορφα.

Πήγαιναν για χορό στη Μπιζού, το χοροδιδασκαλείο, το μοναδικός χώρος για διασκέδαση τα πρώτα χρόνια. Εκεί χόρευαν ευρωπαϊκούς χορούς.

(αφήγηση Έλλη Γαβατίδου)

Οι γυναίκες ντυνόμασταν όμορφα. Βάζαμε το ψηλό- ψηλό τακούνι, σαν το νύχι ήτανε εκεί που τελείωνε, κι επειδή περπατούσαμε και φοβόμαστε μη σπάσει, πηγαίναμε λικνιστικά και είχε η γυναίκα εκείνο το θηλυκό το περπάτημα.

 (αφήγηση Καλλιόπη Κελέση)

Γλεντούσε ο κόσμος. Οι Σμυρνιοί ήτανε άνθρωποι γλεντζέδες. Παράγκες ήτανε τότε αλλά δεν έλειπε το τουμπελέκι. Είχαμε πάντα ότι θα ξαναγυρίζαμε στη Μικρά Ασία.

(αφήγηση Ρόζα Πετράκη)

Δίπλα ήτανε δυό αδερφές και παίζανε τουμπελέκι να περνάει η ώρα. Τραγούδαγαν «μια Σμυρνιά στο παραθύρι πότιζε βασιλικό», «Βαγγελιώ η παινεμένη», λέγανε πολλά. «40 λίρες η αρρεβώνα, τα΄ακούς κουμπάρα μας, και 100 η παντρειά, κουμπαρούλα μας γλυκιά». Πολύ ωραία ήτανε τότε.

Μπορεί να ήτανε πιο φτωχοί αλλά ο κόσμος ήτανε πιο καλός. Σε λυπούντανε, τρέχανε, αν είσαι φτωχειά να σου δώσουνε κάτι τις. Ήτανε αλλιώτικος ο κόσμος, λυπούντοσε, σ΄αγαπούσανε, τώρα σημασία δε δίνουνε».

Το 1934 έχουμε τη μεγάλη πλημμύρα. Επλήγη όλη η Δυτική Αθήνα και κυρίως το Περιστέρι. Περιγραφή της μεγάλης καταστροφής από ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα»

Η πρωτεύουσα με τα περίχωρα και τους συνοικισμούς της, μετεβλήθη εις λίμνην, εις χειμάρους και ποταμούς ορμητικούς, που παρέσυραν ότι εύρισκον πρόχειρον, ανθρώπους, ζώα, αυτοκίνητα, έπιπλα.

Την φοβερωτέραν όμως συμφοράν υπέστη ο συνοικισμός του Περιστερίου. Ημπορεί να πη κανείς ότι ο συνοικισμός δεν υφίσταται.

Εκατοντάδες αστέγων εις τους δρόμους. Ανυπόδητοι όλοι, αναζητούν μέσα εις τα έλη που εσχηματίσθησαν , κάτι από τα παρασυρθέντα των έπιπλα. Κρεβάτια, φορέματα, σκάφες, στρώματα κυλίονται επάνω εις την πυκνή λάσπην ή πλέουν μέσα εις τας λίμνας που περιβάλλουν τα ερείπια των οικημάτων. Μητέρες κρατούν στις αγκαλιές γυμνά παιδάκια,. Ότι φορούσαν, τα έχει μουσκέψει η βροχή. Τα άλλα, που τυχόν είχαν, τα παρέσυρε το ρεύμα.

…Παιδάκια ανυπόδητα, λασπωμένα ως το λαιμό, κρατούν σφικτά στη μασχάλη τους τα ερείπια μιας αχυρένιας κούκλας που εφρόντισαν να προστατεύσουν κατά τη στιγμή της καταστροφής… )

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο μεγάλος ρεμπέτης από την Άνω Σύρο,  εμπνέεται από την καταστροφή και γράφει το τραγούδι «Η πλημμύρα». 

Με τη φετινή πλημμύρα –βρε-

Όρη και βουνά επήρα

Είδα μάνα να φωνάζει

Και βαριά ν΄αναστενάζει

Ω μωρέ το μικρό το παιδί μου

Δώκε μου και πάρε τη ζωή μου.

Έπεσα για να το σώσω –βρε-

Κόντεψα να μη γλιτώσω.

Με παρέσυρε το ρέμα

Μάνα μου δεν είναι ψέμα.

Μές΄το ρέμα κολυμπούσα

Να το σώσω δεν μπορούσα.

Μόλις βγήκαν στη στεριά

Δυό παιδιά και μια γριά

Σ΄ένα δέντρο ανεβασμένοι

Εγλυτώσαν οι καημένοι.

Περιστέρι και Μοσχάτο

Τάκανε όλα άνω κάτω.

Καμίνια και Άγια Σωτήρα

Τάπνιξε όλα η πλημμύρα.

Η πλημμύρα του 1934 δεν είναι η μόνη φυσική καταστροφή που έπληξε το Περιστέρι. Ακόμη και πριν την εγκατάσταση των προσφύγων, το 1925, μια πυρκαγιά κατέστρεψε όλες τις παράγκες. Το 1926 μια φοβερή ανεμοθύελλα κατέστρεψε τις περισσότερες παράγκες των Δημοτικών. Το 1929 μια χιονοθύελλα το Φεβρουάριο και μια πυρκαγιά τον Αύγουστο. Μέχρι το 1961 με τη μεγάλη πλημμύρα στο Μπουρνάζι, η τελευταία μεγάλη φυσική καταστροφή, προηγήθηκαν άλλες μικρότερες.

Άλλα τραγούδια για το Περιστέρι από τους παλιούς ρεμπέτες είναι:

Είναι μια στο Περιστέρι (1931 ή 1932) του Παναγιώτη Τούντα https://www.youtube.com/watch?v=gs0KhBQGDrA

Είναι Μια Στο Περιστέρι,

Μια Κουκλίτσα, Δίχως Ταίρι

Και (Ε)’γυρεύει Για Να Πάρει,

Άντρα, Μόρτη Κι Αλανιάρη,

Η Κουκλίτσα Μου, (Ό)’πως Με (Ε)’κοιτάζει,

Αχ !, Με (Ε)’πληγώνει, Με (Ε)’ταράζει,

Κι Άρχισα, Το Μπελαλή Να Κάνω

Να Την Πάρω Κι Ας Πεθάνω,

Κι Έτσι Αλανιάρα, Μεσ'(α) Στο Περιστέρι,

Άλλον, Δε Θα Κάνεις Ταίρι,

Κι Έτσι Αλανιάρα, Μεσ'(α) Στο Περιστέρι,

Άλλον, Δε Θα Κάνεις Ταίρι,

 – Ώπα !, Να Χαρώ Καλέ, Αλανιάρα Μου … !!!

Περιστεριώτισα (1937 ή 1939) του Στέλιου Χρυσίνη

Μια Κυριακή, Γουστάρισα Να (Ε)’βγω, Να Συριανίσω,

{Στο Περιστέρι Κάθισα, Να Πιω Και Να Γλεντήσω,} ( Δις )

Μια Κυριακή, Γουστάρισα Να (Ε)’βγω, Να Συριανίσω,

Τσαχπίνες Είδα Όμορφες, Που Μοιάζαν Σαν Τις Κούκλες,

{Είχαν Χειλάκια, Κόκκινα Και Τα Μαλλιά Τους, Μπούκλες,} ( Δις )

Τσαχπίνες Είδα Όμορφες, Που Μοιάζαν Σαν Τις Κούκλες,

Κορίτσια Απ'(ό) Το Συνοικισμό, Με Σκέρτσο Και Με Νάζι,

 {Σου Βάζουν, Πόνο Και Καημό Και Αγιάτρευτο, Μαράζι,} ( Δις )

 Κορίτσια Απ'(ό) Το Συνοικισμό, Με Σκέρτσο Και Με Νάζι,

 Γι'(α) Αυτό Και Εγώ Θα Τριγυρνώ, Μέσα Στο Περιστέρι

{Και Μια Περιστεριώτισσα, Θέλω Να Κάνω Ταίρι,} ( Δις )

Γι'(α) Αυτό Και Εγώ Θα Τριγυρνώ, Μέσα Στο Περιστέρι._

Εκτός όμως από τις όμορφες στο Περιστέρι κυκλοφορούν και κάποιες μάγγισες που δεν διστάζουν να τα βάλουν με τους μπάτσους. Αυτή την εικόνα μας δίνουν κάποιοι στίχοι από το τραγούδι Μάγκισσα Ματσαράγκισσα του 1935 που ερμηνεύει η Κίτσα Κορίνα (Συνθέτης, Σώσος Ιωαννίδης, στιχουργός ο Αιμίλιος Σαββίδης)

Τρανό περίστροφο κρατώ

Στο Γκάζι όταν περπατώ

Κι έχω τους μόλισμαν λαχνό

Για να τους ρίχνω στο ψαχνό

Κι  αν με μπλοκάρουνε καμιά φορά

Οι μπάτσοι μες το Περιστέρι

Κιτάπια θα με γράψουν, συμφορά,

Στ Αβέρωφ το δευτέρι

Περνάμε στον κόσμο της εργασίας. Το ταπητουργείο του Παπάζογλου ήταν το πρώτο εργοστάσιο που φτιάχτηκε στο Περιστέρι το 1925. Ακολούθησε το 1932 το εργοστάσιο του Λαναρά.  Το κλωστουφαντουργείο του Λαναρά απασχολούσε κυρίως γυναίκες. Έφτασε τους 4.000 εργάτες μεταπολεμικά.

(αφήγηση Γιάννη Μπατζακίδη)

Τα παιδιά τότε που πηγαίνανε στου Λαναρά και δουλεύανε, αν έβλεπες τα ποδαράκια τους ήτανε σαν τα δάχτυλά μου. Τα κοριτσάκια 12 χρονών πηγαίναν και δουλεύανε και είχε κάνει ο Λαναράς και σανατόριο ειδικό για το εργοστάσιό του γιατί τα πιο πολλά πηγαίναν εκειπέρα μετά.

(εννοεί το περίπτερο που χτίστηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία με χορηγία του Λαναρά)

(από ρεπορτάζ της Γαλάτειας Καζαντζάκη στην εφημερίδα «Ελευθέρα Γνώμη»)

Στους αργαλειούς αποκλειστικά εργάζονται γυναίκες. Το όλον 600. Μεταξύ αυτών είδαμε πάλι και κοριτσάκια κάτω της ηλικίας που επιτρέπει ο νόμος. Ο θόρυβος είναι αφάνταστος. Αδύνατο ν΄ ανταλλάξεις μια κουβέντα με τον πλαϊνό σου. Βλέπομε τις εργάτριες όρθιες μπρος στον ηλεκτροκίνητο αργαλειό τους να παρακολουθούν την ύφανσι. Ολάκερη μέρα συνεχούς ορθοστασίας για να πάρουν 30-35 δραχμές. Δηλαδή 800 με 900 δραχμές το μήνα χώρια τις Κυριακές, τις γιορτές και τις αρρώστιες.

Ο συνθέτης και τραγουδιστής Κώστας Ρούκουνας γεννήθηκε στη Σάμο αλλά κατοικούσε στο Περιστέρι. Το 1946 κυκλοφορεί το κλασσικό ζεϊμπέκικο με τίτλο «Μια μικρή στο Περιστέρι» που αλλού αναφέρεται με τον τίτλο «Λαναριώτισσα».

Μιλάει για μια νεαρή εργάτρια του Λαναρά.

Μια μικρή στο Περιστέρι,

Μέσ΄ του Λαναρά δουλεύει,

Όλη μέρα μασουρίζει,

Και το βράδυ μου γυρίζει

Βάζει πούντρα και κραγιόνι,

Κι έρχεται και μ΄ανταμώνει,

Στη ταβέρνα ξεκινάμε,

Και τη σούρα αρχινάμε.

Στη ταβέρνα ξεκινάμε

Αχ, και το γλέντι αρχινάμε.

Σαν σουρώσει η μικρούλα,

Μου φωνάζει, αχ μανούλα,

Το μυαλό μου μασουρίζει,

(Αχ), και σαν αργαλιός γυρίζει.

Τότε φεύγουμε για σπίτι,

Και στο δρόμο σα μαγνήτη, μ

Με τραβά στην αγκαλιά της,

Και μου δίνει τα φιλιά της.

Το πρωί βαλαντωμένη,

Σα τη κλώσα τη βρεγμένη,

Μεσ’ του Λαναρά πηγαίνει,

Και τον αργαλειό της ΄φαίνει.

Ένα τραγούδι που αφήνει στο τέλος μια πικρή γεύση. Ο Παναγιώτης Κουνάδης σημειώνει ότι πρόκειται για μια από τις σπάνιες καταγραφές σε τραγούδι βιομηχανικών χώρων εργασίας.

Τα μεταπολεμικά χρόνια το Περιστέρι αρχίζει να γίνεται μια μεγαλούπολη καθώς συρρέουν πλήθη από την ελληνική επαρχία. Τη δεκαετία 1950-1960 ο πληθυσμός του Περιστερίου αυξάνεται κατά 117%. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκουν καταφύγιο στο Περιστέρι είναι και η Σωτηρία Μπέλου που αν και δέθηκε πολύ με την πόλη, εδώ ξεκίνησε την καριέρα της στο τραγούδι, δεν είπε ποτέ κανένα τραγούδι αποκλειστικά για το Περιστέρι. Μια αναφορά υπάρχει μόνο στο τραγούδι του Χρήστου Κολοκοτρώνη «Πειραιάς και Αθήνα». Πρώτη ηχογράφηση το 1951.

Στη Νέα Φιλαδέλφεια

Είχα μια περιπέτεια,

Στην Κοκκινιά και μες το Περιστέρι

Όλος ο ντουνιάς απ΄την καλή με ξέρει.

Μεταπολεμικά κάτοικος Περιστερίου έγινε και η Ρόζα Εσκενάζυ όταν το 1959 αγόρασε σπίτι στην Κηπούπολη

Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου η ζωή να ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της. Ο κόσμος προσπαθεί να ξεχάσει γλεντώντας στις ταβέρνες. Καθαρή Δευτέρα και Πάσχα οι Περιστεριώτες ανεβαίνουν στον Αη Γιώργη, που τότε είναι εξοχή, και γλεντούν όλοι μαζί.

Το Περιστέρι όμως εκτός από όμορφες κοπέλες έχει και ομορφονιούς που «κλέβουν» κοπέλες από άλλες γειτονιές. Αυτό «καταγγέλλει» ο Κούλης Σκαρπέλης στο τραγούδι ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

Εχτές μου την καρφώσανε

Πως σ΄είδαν μ΄έναν άλλονε

Και μένανε τον πόνο μου

Τον κάνει πιο μεγάλονε

Μου είπαν πως σε είδανε

Πιασμένη χέρι- χέρι

Με τον καινούργιο σου ομορφονιό

Μέσα στο Περιστέρι.

Εγώ λαδιές δεν συγχωρώ

Και πάρτε το χαμπάρι

Θα καθαρίσω όμορφα

Εγώ μ΄αυτό το ψάρι

(και γιατί είμαι και παλικάρι)

Αλλά ένας άλλος ομορφονιός από το Περιστέρι, σύμφωνα με τον Βαγγέλη Περπινιάδη (σε στίχους )  μάλλον τα βρίσκει άσχημα με μια κοπέλα και προκειμένου να τη συμμαζέψει της δηλώνει απειλητικά πως είναι «μάγκας και παλιό τεφτέρι». Τραγούδι, Είμαι από το Περιστέρι από το album Αράξτε μάγκες να περάσω No2.

Αν είσ’ εσύ μαστόρισσα
είμαι κι εγώ ξεφτέρι
και στην αγάπη, μάτια μου,
είμαι παλιό μπεγλέρι,
είμαι απ’ το Περιστέρι,
μάγκας και παλιό μπεγλέρι.

Αν θες να κάνουμε χωριό,
να μαζευτείς λιγάκι
γιατί, εμένα, κούκλα μου,
με λένε Δημητράκη,
είμαι απ’ το Περιστέρι,
μάγκας και παλιό μπεγλέρι.

Απ’ τη δική μου την καρδιά
έχουν περάσει κι άλλες,
γαλανομάτες, καστανές,
ξανθιές και μαυρομάλλες,
είμαι απ’ το Περιστέρι,
μάγκας και παλιό μπεγλέρι.

Δεκαετία του 60, πριν κλείσουν μαζικά, αναφορά στα κοριτσόπουλα που δουλεύουν στα εργοστάσια.

Στα εργοστάσια στο Περιστέρι Τραγούδι: Ρίτα Σακελλαρίου

Μουσική: Βαγγέλης Σούκας | Στίχοι: Σαράντος Τσιλιβερδής

 1963

Στα εργοστάσια στο Περιστέρι,

Πειραιά, Αθήνα και Κοκκινιά

Μέρα και νύχτα σκληρά δουλεύουν

Κορίτσια απ τη φτωχολογιά

…………………..

Τη δεκαετία του 70 γκρεμίζονται οι τελευταίες προσφυγικές παράγκες. Στη θέση τους χτίζονται οι προσφυγικές πολυκατοικίες. Όλο το Περιστέρι γεμίζει πολυκατοικίες. Οι παλιές γειτονιές αρχίζουν να εξαφανίζονται. Τι μένει; Η νοσταλγία.

Να και το τελευταίο τραγούδι για το Περιστέρι μετά από πολλά χρόνια.

Μνήμες από τα παλιά στο τραγούδι ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ. Τους στίχους υπογράφει η Άννα Μπιθικώτση, η κόρη του μεγάλου τραγουδιστή. Μουσική Κωστής Νικολόπουλος. Τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

 

Στα περασμένα ένα ταξίδι λέω να πάω

Στον Βαμβακάρη θέλω να μιλήσω

Με τους ρεμπέτες του ντουνιά να σεργιανήσω

Το τρελοκόριτσο στα χείλη να φιλήσω

Στο Περιστέρι μια στάση κάνω

Απ΄το πηγάδι όνειρα πιάνω

Η γειτονιά μου δεν έχει αλάνα

Κει που με φώναζες γλυκειά μου μάνα.

Στα περασμένα ένα ταξίδι λέω να πάω

Με του Τσιτσάνη τις πενιές να τραγουδήσω

Του Χιώτη το μπουζούκι να αγγίξω

Στο Άξιον Εστί το δάκρυ μου να κρύψω.

Στο Περιστέρι μια στάση κάνω

Απ΄το πηγάδι όνειρα πιάνω

Η γειτονιά μου δεν έχει αλάνα

Τι μου θυμίζεις απόψε Άννα.

Η Άννα Μπιθικώτση στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου «Χορός η ζωή» του Σωτήρη Δογάνη θυμάται τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι τους στο Περιστέρι στην οδό Μυκηνών 5 

…Για σένα πατέρα που μ΄ έμαθες να πρωτοονειρεύομαι μαζί σου εκεί στο σπίτι μας, στο Περιστέρι, στην ασπρισμένη αυλή με τη λευκή μουριά, καθισμένοι στο πηγάδι «των ονείρων μας» εκείνα τα μοναδικά δειλινά που φόραγε ο ουρανός τα καλά του και συ αντί για παραμύθια με μεγάλωνες μα τα όνειρά σου…

Τώρα που δεν υπάρχει πια εκείνο το σπιτάκι με το πηγάδι των ονείρων μας, έρχομαι εγώ απλά μέσα από τους στίχους μου, για να σε πάρω ένα ταξίδι στο χτες…

Και ένα ακόμη τραγούδι για το Περιστέρι και πιο συγκεκριμένα το Μπουρνάζι από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση «Κορίτσι απ’ το παλιό Μπουρνάζι» Μουσική: Γρηγόρης Μπιθικώτσης Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης Ερμηνεία: Δημήτρης Κατοίκος Δίσκος: Το ταξίδι (1987)

Σ’ εκείνο το παράθυρο αντικρύ,
κορίτσι απ’ το παλιό Μπουρνάζι,
εκεί πρώτη φορά που σ’ είχα δει
κάθε βραδιά, κάθε βραδιά η καρδιά μου αράζει.

Τώρα στέκω και μετράω
της ζωής μου τα συντρίμμια
και με βλέπουν και ραγίζουν
ερημιές και καλντερίμια.

Για μένα μόνο νύχτα κι ερημιά,
για μένα συννεφιά κι αγιάζι,
να κλαίω και να γελάνε τα παιδιά
όταν με βλέπουν να γυρνώ μες στο Μπουρνάζι.

Τώρα στέκω και μετράω
της ζωής μου τα συντρίμμια
και με βλέπουν και ραγίζουν
ερημιές και καλντερίμια.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ

Τζένη Κατσίγιαννη – Στο Περιστέρι γνώρισα από τον δίσκο Ζωντανά στα Αγρίμια https://www.youtube.com/watch?v=Zn747m7xrOI

Βάσω Χατζή https://www.youtube.com/watch?v=o3bMCl8Dzrc

Και από τα πιο πρόσφατα

Από το Περιστέρι – PasirM X Απρο (Official Video Clip)