ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Η χρονιά που πέρασε σημαδεύτηκε από τη δυναμική παρουσία των Ελλήνων ντοκιμαντεριστών. Σε αυτό συνέβαλε η δημιουργία του Δικτύου Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια στη χώρα μας συλλογικής εκπροσώπησης αυτού του ξεχωριστού κινηματογραφικού χώρου.

Η δράση του Δικτύου εκδηλώθηκε τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο. Οργάνωσε με επιτυχία δυο ημερίδες:

  • η πρώτη στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (Μάρτιος 2007) με θέμα «Ντοκιμαντέρ, ο κινηματογράφος του πραγματικού και ο ρόλος του δημιουργού»
  • η δεύτερη στο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ στη Χαλκίδα (Οκτώβριος 2007) με θέμα «Ντοκιμαντέρ και τηλεόραση- σχέσεις αγάπης και μίσους».

Επεξεργάστηκε θέσεις και υπέβαλλε προτάσεις α) για την αναβάθμιση του ντοκιμαντέρ του δημιουργού προς το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης β) για την αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των ντοκιμαντέρ προς το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.

Στην ιστοσελίδα του Δικτύου (www.docnet.gr) δημιουργείται για πρώτη φορά μια βάση δεδομένων για τα ελληνικά ντοκιμαντέρ μαζί με θεωρητικά και ιστορικά κείμενα γύρω από αυτό.

LEXUS VERSUS 2CV (no 2)

(Ζητώ προκαταβολικά συγνώμη από όσους αναζητώντας στοιχεία για τα αυτοκίνητα LEXUS η 2CV φτάνουν σε αυτές τις σελίδες. Το άρθρο αφορά ζητήματα του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα και αποτελεί ατυχή συγκυρία η εμπλοκή κάποιων διαφημιστών των πολυτελών αυτοκινήτων με το ντοκιμαντέρ)

Μάλλον θα ξαφνιάστηκαν οι αναγνώστες της Καθημερινής της Κυριακής 07-10-07 (το άρθρο αναπαράγεται στο τέλος), όσοι τουλάχιστον καταπιάστηκαν να διαβάσουν το άρθρο με τίτλο «Στην αγκαλιά της τηλεόρασης» του κ. Δημήτρη Ρηγόπουλου, καθώς θα αδυνατούσαν να καταλάβουν πως ένα άρθρο που ξεκινά από μια εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 2007, καταλήγει… στην έμμεση υπόδειξη στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ να εντάξει στο πρόγραμμά της ακριβά ντοκιμαντέρ που απευθύνονται σε ένα «δυναμικό ανδρικό» κοινό! Αυτό προφανώς που του αρέσουν τα αυτοκίνητα LEXUS. Συνέχεια

ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΚΑΙ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡΙΣΤΑΣ

nt_rb_ji.jpgΤο κείμενο που ακολουθεί ανήκει στον Ροβήρο Μανθούλη. Το έγραψε με αφορμή το δικό μου κείμενο «Στην υπεράσπιση του ντοκιμαντέρ του δημιουργού» και μου το έδωσε στο Παρίσι τον Ιούνιο που πέρασε.

– Όσο αστείο είναι να λειτουργούν επί τόσα χρόνια παράνομα 30 κανάλια άλλο τόσο είναι να αγνοούν ακόμα τα ίδια αυτά κανάλια τι είναι και τι δεν είναι ντοκιμαντέρ. Γιατί βέβαια με τα κανάλια ή αναφορικά με τα κανάλια είναι το πρόβλημα. Ο κινηματογραφικός κόσμος δεν έχει τέτοιες απορίες.

– Στο εξωτερικό, όλοι ξέρουν να ξεχωρίζουν το ντοκιμαντέρ από το ρεπορτάζ. Κατ’ αρχήν, ρεπορτάζ στην Ελλάδα είναι η nonfiction που γυρίζεται χωρίς σκηνοθέτη. Το ρεπορτάζ θεωρείται δημοσιογραφική λεία ανήκουσα στην ειδησεογραφία Κατά συνέπεια, διευθύνεται (σκηνοθετείται, μπορούμε να πούμε) από τον Δημοσιογράφο (με τη βοήθεια του οπερατέρ που τον συνοδεύει και του μοντέρ που θα ‘συνεφέρει’ το θέμα). Κανονικά και το ρεπορτάζ (που γυρίζεται για ένα μαγκαζίνο και όχι για τις Ειδήσεις) θα πρέπει να έχει σκηνοθέτη. Γιατί το οπτικο-ακουστικό μέσο έχει κι’ αυτό τη δική του τεχνική και αισθητική, τους δικούς του κανόνες, που ένας σκηνοθέτης ξέρει να ελέγχει. Ενώ ένας δημοσιογράφος δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει. Όλοι έχουμε την ευκαιρία να ζωγραφίσουμε αλλά δεν είμαστε ζωγράφοι. Όλοι έχουμε την ευκαιρία να γυρίσουμε ταινία με τη Sonny που μας κάνανε δώρο την Πρωτοχρονιά αλλά δεν είμαστε κάμεραμεν.

– Ένας σκηνοθέτης θα έχει οπωσδήποτε γνώσεις σκηνογραφίας, από τις σπουδές του στη Σχολή, αλλά θα πάρει Σκηνογράφο για την ταινία του (ή τη θεατρική του παράσταση). Άλλωστε ακόμα και οι Ειδήσεις (όπως όλες οι ζωντανές εκπομπές) έχουν τον τηλεσκηνοθέτη τους ! Στα ρεπορτάζ που γυρίζονται (βιαστικά) για τα Δελτία Ειδήσεων ο σκηνοθέτης δεν προλαβαίνει βέβαια να επέμβει. Αλλά αν δεν χρησιμοποιείται στα υπόλοιπα ρεπορτάζ αυτό οφείλεται βασικά σε λόγους οικονομικούς. (΄Ασχετο αν ο δημοσιογράφος αισθάνεται πιο άνετα χωρίς σκηνοθέτη). Σε τελική ανάλυση σ΄ένα ενημερωτικό ρεπορτάζ, ένας σκηνοθέτης είναι περισσότερο σε θέση να λειτουργήσει και σαν δημοσιογράφος απ΄όσο ένας δημοσιογράφος θα ήταν σε θέση να λειτουργήσει σαν σκηνοθέτης. Γιατί οι σπουδές του περιλαμβάνουν τα ουμανιστικά μαθήματα των δημοσιογραφικών σπουδών ενώ στα μαθήματα της Δημοσιογραφίας δεν συμπεριλαμβάνεται η σκηνοθεσία. Από τη στιγμή βέβαια που ο δημοσιογράφος πλαισιώνεται από έναν καλό οπερατέρ κι’ έναν καλό μοντέρ (που και οι δυο θα έχουν οπωσδήποτε γνώσεις σκηνοθεσίας) θα φέρει ένα χρήσιμο οπτικο-ακουστικό υλικό στο κανάλι του. Αλλά δεν είναι σίγουρο ότι το ρεπορτάζ του θα έχει το ύφος, την οπτικο-ακουστική ποιότητα που περιμένει να δει ο τηλεθεατής. (Στην αμερικανική τηλεόραση, τα ρεπορτάζ του μαγκαζίνου έχουν σκηνοθέτη). Συμπέρασμα: Όλες οι ενημερωτικές εκπομπές πρέπει να έχουν σκηνοθέτη. Όπως θα πρέπει να έχουν δημοσιογράφο. (Ιδίως όταν ο σκηνοθέτης δεν έχει την αρμόζουσα εξοικείωση με το θέμα). Έτσι εξασφαλίζεται μια καλή τηλεόραση. Δεν αποκλείονται βέβαια οι εξαιρέσεις. Όταν το ταλέντο είναι ξέχωρο. Του ενός ή του άλλου.

-Ποιος άλλος μπορεί να είναι ο σκηνοθέτης ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ από τον Ντοκιμαντερίστα; Και για έναν πρόσθετο λόγο. Καθαρά κοινωνικό. Και της οργάνωσης της εργασίας. Και της ανεργίας. Οι σκηνοθέτες είναι πάντα περισσότεροι από τις διαθέσιμες ώρες στο πρόγραμμα.

-Το πρόβλημα με τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ είναι ότι τις περισσότερες φορές ένα πρότζεκτ που ξεκινάει σαν δημιουργικό ντοκιμαντέρ καταλήγει ήκιστα δημιουργικό από έλλειψη μέσων και χρόνου παραγωγής. Στα μεγάλα Δυτικά κανάλια ένα δημιουργικό ντοκιμαντέρ μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει το κόστος μιας μέσης ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας. Κι’εν πάση περιπτώσει, το κόστος ενός ελληνικού τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ δεν θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από το ένα τρίτο του κόστους μιας τηλεοπτικής φιξιόν, της ίδιας χρονικής διάρκειας. Όταν αυτό δεν συμβεί είναι φυσικό το ντοκιμαντέρ μας να κατεβεί στο επίπεδο του ρεπορτάζ. Γιατί η εκτέλεση πρέπει να συμβαδίζει με τη σύλληψη. Δύο πράγματα μόνο μπορούν να σώσουν μια τέτοια κατάσταση. Το συγκλονιστικό θέμα, που μπορεί να είναι ένα συγκλονιστικό πρόσωπο, κι’ αυτή ήταν η περίπτωση του ‘Πορτρέτου του Ιάσωνα’ της Σίρλεη Κλαρκ (ένα κλασικό ντοκιμαντέρ με ένα και μόνο γκρο πλάνο μιας ώρας ) και των ‘Μονόλογων’ (της σειράς ντοκιμαντέρ ‘του ενός γκρο πλάνου’ που εγκαινίασα στην ΕΡΤ το 1976) ή τέλος η έξοχη σκηνοθεσία. Αυτή ήταν η περίπτωση του ‘Παρασκήνιου’ (που το ανέθεσα στην Σινετίκ την ίδια εποχή).

-Μοιάζει αφύσικο να αναφέρεις σαν τηλεοπτικό προϊόν το δημιουργικό ντοκιμαντέρ που είναι κατεξοχήν κινηματογραφικό είδος. Όμως σήμερα μόνο στην τηλεόραση μπορεί να προβληθεί και μόνο η τηλεόραση μπορεί να το παράγει ή να το συμπαράγει. Αυτό εγκυμονεί δυστυχώς έναν πρόσθετο κίνδυνο, τη Λογοκρισία. (Με την οποία συγκρούστηκαν και οι δύο προαναφερόμενες σειρές ντοκιμαντέρ, χωρίς ν’ αφήσουν ευτυχώς τα φτερά τους…). Γι’αυτό χρειάζεται, προσοχή, οξυδέρκεια και μέθοδος ασφάλισης του περιεχομένου της ταινίας. Κυρίως του πολιτικού. Η ταινία που προβάλλεται στις αίθουσες δεν υφίσταται πολιτική λογοκρισία. Ο αιθουσάρχης δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο της ταινίας που πήρε άδεια προβολής. Τα κανάλια όμως δεν παίρνουν άδεια προβολής. Και κινδυνεύουν από καταδίκες στο δικαστήριο, πρόστιμα της Ραδιο-τηλεοπτικής Αρχής και πειθαρχικές διώξεις. Για όλους αυτούς τους λόγους το κανάλι διεκδικεί το final cut ενώ για τη διανομή στις αίθουσες το final cut παραμένει του ντοκιμαντερίστα και κανείς δεν του το αμφισβητεί.

-Η πολιτική των καναλιών –σε τελευταία ανάλυση- απέναντι στο δημιουργικό ντοκιμαντέρ είναι εξηγήσιμη. Αυτή που δεν είναι εξηγήσιμη είναι η πολιτική ενός θεσμικού Φεστιβάλ όταν προκαλεί σύγχιση (από άγνοια ή σκοπιμότητα) ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και στο ρεπορτάζ. (Κανένα ξένο φεστιβάλ δεν θα πέσει σ’αυτό το παράπτωμα). Δεν ισχυρίζομαι ότι η διάκριση ανάμεσα στα δυο είδη είναι εύκολη. Παρουσιάζει τις ίδιες δυσκολίες με τη διάκριση ανάμεσα στο εμπορικό σινεμά και στο καλλιτεχνικό film dauteur. Όσο λιγότερο δημιουργικό είναι το ρεπορτάζ και όσο πιο δημιουργικό είναι, αντίστοιχα, το ντοκιμαντέρ, μας διευκολύνει το εγχείρημα. Τα πορνό δεν είναι κακά γιατί είναι πορνό αλλά γιατί είναι κακά σκηνοθετημένα. Το κοινό έχει αντένες που πιάνουν την σημειολογική ακτινοβολία μιας ταινίας. Οι κριτικοί και οι υπεύθυνοι των φεστιβάλ πώς μπορούν να φανούν αδαέστεροι και από τον τελευταίο θεατή ;

Συμπέρασμα :

– Καμιά ταινία ή εκπομπή, κανένα ντοκιμαντέρ ή ρεπορτάζ δεν επιτρέπεται να παράγεται χωρίς τον αναγνωρισμένο και κατάλληλο σκηνοθέτη.

– Στον τόπο μας, ο καθένας είναι ό,τι δηλώνει (όπως έλεγε ο Τσαρούχης) αλλά ο ψευδοποιητής όπως και ο ψευδοντοκιμενταρίστας κινδυνεύει να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω από τους κριτές, τους κριτικούς, τους ανθολόγους και τους υπεύθυνους της πολιτείας για την ασφάλεια των καλών τεχνών. Το ίδιο το κοινό ξέρει να ξεχωρίζει τι είναι κινηματογραφική τέχνη και τι δεν είναι.

– Τα ρεπορτάζ που έχουν κινηματογραφική γραφή (άσχετα αν η γραφή είναι του σκηνοθέτη ή του ταλαντούχου ρεπόρτερ) θα πρέπει να μπορούν να διαγωνίζονται μεταξύ τους, π.χ. σ’ ένα φεστιβάλ. Σ’ όλα τα αξιόλογα διεθνή φεστιβάλ δίπλα στην κατηγορία Ντοκιμαντέρ θα βρούμε την κατηγορία Ρεπορτάζ. Τα ντοκιμαντέρ έχουν στόχο την συγκίνηση του θεατή, στη μέθεξη του οποίου αποβλέπουν. Δεν αποβλέπουν αναγκαστικά στον κοινό παρονομαστή της αντικειμενικότητας, έχουν άποψη όπως όλα τα έργα τέχνης. Τα ρεπορτάζ δεν έχουν άποψη, Προσέχουν ώστε η αλήθεια που ερευνούν να μην τραυματίζει κάποιες κατηγορίες θεατών, πολιτικές, θρησκευτικές γιατί στόχος τους είναι η ενημέρωση η κρίση της οποίας αφήνεται στους θεατές και όχι στους δημοσιογράφους-σκηνοθέτες.

Τέλος, θα πρέπει να πω δυο λόγια για τα κινηματογραφικά αρχεία. Θα τα βρούμε σε κάθε είδος ταινίας. Αλλά το αρχειακό υλικό, πρώτον, είναι πνευματική ιδιοκτησία τρίτων, δεύτερον, η μεταβίβασή της στον ντοκιμενταρίστα πληρώνεται ακριβά, τρίτον, το υλικό αυτό αποτελεί πλέον μέρος του σεναρίου και της σκηνοθεσίας της καινούριας ταινίας και, τέταρτον, η χωρίς άδεια αντιγραφή και χρησιμοποίησή του είναι κλοπή και μπορεί να στοιχίσει πολύ ακριβά στο απρόσεκτο χρήστη του. Καθώς και στα κανάλια που ανέχονται αυτές τις τακτικές.

Με την ευκαιρία, θα ήθελα να απευθυνθώ σε μερικούς τηλεοπτικούς ρεπόρτερ που ξεσηκώνουν σκηνές αρχείων από τις ταινίες ντοκιμαντέρ που έχω σκηνοθετήσει σε συμπαραγωγή με την ΕΡΤ. Προφανώς γιατί βαριούνται να ψάξουν στις ίδιες πηγές με μένα, ή γιατί δεν τις γνωρίζουν ή γιατί ντρέπονται να ρωτήσουν ή προσπαθούν απλώς να ωφεληθούν το κόστος με το οποίο τις χρεώνουν στο κανάλι. Ξέρω, θα πουν ότι είναι αρχεία, ότι τα έχουν πάρει από αλλού. Όμως ότι τα έχουν πάρει από μένα φαίνεται πρώτον, από το μοντάζ των σκηνών (που είναι διαφορετικό από εκείνο του αρχικού αρχείου γιατί τις έχω ξαναμοντάρει εγώ) και, δεύτερον, από τα πλάνα δικών μου ταινιών φιξιόν που έχω φροντίσει να γλιστρήσω ανάμεσα στα ξένα αρχεία ! Σημειωτέον ότι το μοντάζ αυτό καθεαυτό είναι φυσικά μέρος της σκηνοθεσίας και η χρήση του απαιτεί ειδική άδεια και πληρωμή δικαιωμάτων. Υπάρχουν δεδικασμένα. Κι’ ένα απ’ αυτά με αφορά προσωπικά. Το δικαστήριο μου εξεδίκασε 100.000 Ευρώ για αντιγραφή χωρίς άδεια αποσπασμάτων ταινιών μου ντοκιμαντέρ. Δεν πρόκειται αυτή τη φορά να κατονομάσω κανένα. Αλλά ζητώ από τους ενδιαφερομένους, πρώτον, να μου ζητάνε εφεξής τη σχετική άδεια, δεύτερον, να αναφέρουν στους τίτλους τους την πηγή των δανειζομένων αποσπασμάτων και, τρίτον, τα χρήματα που υπολογίζουν ότι μου οφείλουν να τα προσφέρουν, έστω και ανώνυμα, στο Δίκτυο Ελληνικού Ντοκιμαντέρ.

Ροβήρος ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ