Ένα άρθρο του ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ στο «EΘΝΟΣ» 22/3/2008 και μια απάντηση
Το άρθρο
Ντοκιμαντέρ χωρίς ετικέτες
Η χρόνια γκρίνια για την «τηλεοπτικοποίηση» του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προκειμένου για το ελληνικό κομμάτι του, έφθασε στην κορύφωσή της την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς η εκδήλωση συμπλήρωνε το 10ο επιτυχημένο έτος της. Αφορμή το «Αντιφεστιβάλ» που διοργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, προβάλλοντας τα ντοκιμαντέρ που αποκλείστηκαν φέτος από το Φεστιβάλ. Και μαζί, ζητώντας τον λόγο από τον διευθυντή του Δημήτρη Εϊπίδη, σε μια δημόσια συζήτηση που εξελίχθη σε μια ανούσια αντιπαράθεση, μια και το θέμα είναι αποκλειστικά θεσμικό (αφορά τον νόμο περί προϋπόθεσης συμμετοχής ενός ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ, για να μπορεί να είναι εκλόγιμο στα Κρατικά Βραβεία του Νοεμβρίου) και δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη του ντοκιμαντέρ αυτή καθαυτή.
Για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα κάποιοι διαμαρτυρόμενοι επανέφεραν στο προσκήνιο την γκρίνια που λέγαμε. Οτι, εν ολίγοις, όλο και περισσότεροι «τηλεοπτικοί» εισχωρούν στον χώρο της «τέχνης», θολώνοντας τα νερά. Μα τα ζητήματα αυτά ήταν ανέκαθεν ρευστά, και πάντα θα παραμένουν το τι «νομιμοποιεί» ένα ντοκιμαντέρ, πού σταματά η καταγραφή της πραγματικότητας και πού ξεκινά η μυθοπλασία, πού έγκειται η «τηλεοπτικότητα» και πού η «κινηματογραφικότητά» του. Είναι ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν με μια δογματική λεξικογραφία, πόσω μάλλον σε μια ψηφιακή εποχή που επιτρέπει στον καθέναν να γυρίσει εύκολα και γρήγορα ό,τι τραβάει η όρεξή του.
Προς τι λοιπόν αυτή η απαξίωση του «τηλεοπτικού» ντοκιμαντέρ; Αλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης ισάξια ή καλύτερα από μια κινηματογραφική δουλειά. Αρκεί να θυμηθούμε το «Παρασκήνιο», τη μακροβιότερη εκπομπή της ελληνικής TV, όπου οι ίδιοι σκηνοθέτες που τώρα παραπονιούνται «κεντούσαν» έργα τέχνης εβδομαδιαίως, και μέσα σε 50 λεπτά. Η να ρίξουμε μια ματιά σε τρέχουσες παραγωγές της τηλεόρασης, του καναλιού Arte ή του ΒΒC.
Πολύ σωστά το έθεσαν στο masterclass τους στη Θεσσαλονίκη οι Τζο Μπέρλινγκερ και Μπρους Σαϊνόφσκι, τους οποίους τίμησε το Φεστιβάλ με συνολική παρουσίαση του έργου τους. Σύμφωνα με το δίδυμο των σκηνοθετών, η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα τηλεοπτικό και σ’ ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ αφορά τη διαδικασία παραγωγής τους. Το ότι τα χρονικά περιθώρια στην τηλεόραση είναι εύλογα στενότερα συνιστά μία διαφορά, τυπική όμως και όχι ουσιαστική, αφού ακόμη και μια δημοσιογραφική έρευνα μπορεί να δώσει ένα μικρό κινηματογραφικό έργο, αρκεί να υπάρχει βλέμμα.
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
Η απάντηση
Αγαπητέ κ. Εκσιέλ,
Επειδή συμβαίνει να είμαι ένας από τους «γκρινιάρηδες», όπως μας αποκαλείτε, της «τηλεοπτικοποίησης» του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και επιπλέον ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Δικτύου Ντοκιμαντέρ, που έχει στόχο την υπεράσπιση του ντοκιμαντέρ του δημιουργού, ήθελα να σχολιάσω κάποια σημεία στο άρθρο σας με τίτλο «Ντοκιμαντέρ χωρίς ετικέτες».
Το ζήτημα που βάζουν οι έλληνες δημιουργοί δεν είναι θεωρητικό («ρευστό» το ονομάζετε), για τα όρια του «κινηματογραφικού» ή «τηλεοπτικού» ντοκιμαντέρ, αν και αυτή η διάσταση δεν αποκλείεται ή για την ακρίβεια δεν πρέπει να αποκλείεται από τη κουβέντα.
Το τωρινό ζήτημα είναι οι επιλογές και επί της ουσίας ο προσανατολισμός, η φιλοσοφία, του μοναδικού κρατικού φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στη χώρα μας. Κι αν το στοχοποιούμε είναι εξ αιτίας της προνομιακής θέσης που κατέχει στο χώρο του κινηματογράφου (σε αντίθεση με τα φεστιβάλ της Ρόδου, της Χαλκίδας ή του Λαυρίου) λόγω της μεγάλης κρατικής επιχορήγησης που του δίνει τη δύναμη να επιβάλλει, μέσα από επιλογές ή απορρίψεις, αισθητικά πρότυπα και κατά συνέπεια να κατευθύνει την παραγωγή.
Όταν μάλιστα αυτό συνοδεύεται από μια ιδιαίτερη προβολή (και κατά συνέπεια διαφήμιση) ιδιωτικών τηλεοπτικών δικτύων, που μάλιστα πρωτοστατούν στην καταπάτηση των νόμων του κράτους μη καταβάλλοντας το περιβόητο 1,5% στην κινηματογραφική παραγωγή, τότε θυμώνουμε.
Κι όταν όλα αυτά αιτιολογούνται από το λεγόμενο απαράβατο δικαίωμα ενός καλλιτεχνικού διευθυντή να δίνει τη δική του ταυτότητα σε ένα Φεστιβάλ, τότε δικαιούμαστε, νομίζω, να μιλάμε πολύ δυνατά.
Αν υπήρχε έστω και ένα κείμενο που να προσδιορίζει αυτή την ταυτότητα , σίγουρα η φωνή μας θα χανόταν. Αλλά στα δέκα χρόνια της λειτουργίας του Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκής δεν δημοσιεύτηκε ποτέ ένα τέτοιο κείμενο, πράγμα που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Κάθε χρόνο ψάχνουμε τις συνεντεύξεις του καλλιτεχνικού διευθυντή για να αλιεύσουμε ψήγματα αυτής της ταυτότητας που, που συν τοις άλλοις, αλλάζει χρόνο με το χρόνο και μας εμποδίζει έστω και αθροιστικά να την σκιαγραφήσουμε. Δεν θα χαθούμε στον κυκεώνα του «εγώ» του καλλιτεχνικού διευθυντή, όπως εκδηλώνεται σε πληθώρα δηλώσεών του, αλλά σε δυο αντικειμενικά γεγονότα.
Το 2003 καθιερώνεται ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα προκειμένου να «αναβαθμιστεί το ελληνικό ντοκιμαντέρ». Μετά από δυο χρόνια καταργείται για τους ίδιους ακριβώς λόγους!
Μέχρι πέρυσι οι κανονισμοί απέκλειαν από το επίσημο πρόγραμμα τα ελληνικά δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ ως «μη καθαρά ντοκιμαντέρ» ενώ το 2008 ο αποκλεισμός αίρεται χωρίς να δοθεί καμία εξήγηση. Ανεπίσημα όμως διατηρείται.
Κάθε Φεστιβάλ του σέβεται τον εαυτό του και κατά συνέπεια τους δημιουργούς, που χάρις στο έργο αυτών υπάρχει, βάζει καθαρούς όρους στο «παιχνίδι». Η Θεσσαλονίκη δεν βάζει.
Ο κ. Ειπίδης, τώρα τελευταία, αρέσκεται να συγκρίνει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τα Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ και του Παρισιού και ταυτόχρονα να δηλώνει: «Σας θυμίζω πως το ντοκιμαντέρ ως είδος είναι μια μορφή εικονικής δημοσιογραφίας, αφού προτάσσει μια πολιτική τοποθέτηση, εκφράζει απόψεις» . Ρίξτε μια ματιά στην ταυτότητα αυτών των φεστιβάλ και κάνετε τις συγκρίσεις.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ, το μεγαλύτερο φεστιβάλ στον κόσμο, διακηρύσσει:
«Το IDFA έχει στο επίκεντρό του τα δημιουργικά ντοκιμαντέρ. Αυτό σημαίνει ότι το IDFA επιλέγει τις ταινίες που έχουν σχεδιαστεί προσεκτικά και που εκφράζουν το προσωπικό όραμα του δημιουργού. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ είναι τέχνη. Ο δημιουργός ντοκιμαντέρ είναι επομένως καλλιτέχνης – όχι δημοσιογράφος. Εκεί που ο δημοσιογράφος προσπαθεί να παρουσιάσουν την πραγματικότητα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά, ο καλλιτέχνης ακολουθεί τη δική του ιδέα. Οι νόμοι της δημοσιογραφίας επομένως δεν ισχύουν για το δημιουργικό ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ έχει τα δικά του ποιοτικά κριτήριά.»
Το ίδιο και το Φεστιβάλ του Παρισιού “Cinéma du Réel”. Στους κανονισμούς του γράφει:
«Το Φεστιβάλ δεν αναζητά ρεπορτάζ, ενημερωτικές εκπομπές ή ντοκιμαντέρ με δημοσιογραφικό χαρακτήρα. Δίνει προτεραιότητα στα ντοκιμαντέρ με κινηματογραφική προσέγγιση και γραφή ανεξάρτητα από το θέμα, το είδος ή τη μορφή.»
Ακόμη και το FIPA – Διεθνές Φεστιβάλ Οπτικοακουστικών Προγραμμάτων (το μεγαλύτερο φεστιβάλ έργων που προορίζονται για την μικρή οθόνη) έχει δυο κατηγορίες για τις μη μυθοπλαστικές ταινίες: α) δημιουργικό ντοκιμαντέρ, β) μεγάλα ρεπορτάζ. (Σε αυτή την δεύτερη κατηγορία βραβεύτηκε πέρυσι ο Γιώργος Αυγερόπουλος).
Πίσω στην Ελλάδα τώρα, οι έλληνες δημιουργοί δεν είναι αλήθεια ότι ζητούν αποκλεισμό από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης των τηλεοπτικών παραγωγών που πολλές είναι εξαιρετικές. Άλλωστε οι περιορισμένες συνθήκες παραγωγής δεν επιτρέπουν αυτή την πολυτέλεια. Απλά ζητούν να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη που έχουν διαφορές ουσίας κι όχι φορέα παραγωγής.
Γιατί το ντοκιμαντέρ είναι κινηματογράφος, δηλαδή τέχνη. Και γνωρίζετε ότι στον κινηματογράφο ο χρόνος της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι καθοριστικός και όχι «τύπος» μη ουσιαστικός.
Γιατί λέτε ότι δεν ισχύει αυτό στο ντοκιμαντέρ και μπορούν να θεωρούνται ισότιμα έργα που χρειάστηκαν χρόνο ή χρόνια με έργα που ετοιμάζονται σε ένα μήνα (4-5 μέρες γύρισμα, 100-200 ώρες μοντάζ); Εκτός αν το ντοκιμαντέρ δεν είναι κινηματογράφος.
Δεν αρκεί το «βλέμμα» σε έναν δημοσιογράφο με μια κάμερα για να κάνει μια καλή ταινία όπως δεν αρκεί ένα χαρτί κι ένα μολύβι σε κάποιον για να γίνει συγγραφέας ή μερικές μπογιές στον άλλο για να γίνει ζωγράφος. Εν δυνάμει, ναι. Αλλά γιατί να ισοπεδώνουμε το εν δυνάμει με το είναι; Σε τι βοηθάει την κοινωνία;
Νίκος Θεοδοσίου