ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΜΤΑΚΟΣ (1908-2008)

Τη Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008, λίγους μήνες πριν κλείσει τα εκατό, έφυγε από τη ζωή ο βετεράνος μαχητής του εργατικού κινήματος Γιάννης Ταμτάκος.

Tamtakos

(«εκδρομή» Αρχειομαρξιστών – όρθιος ο Μπάρμπα Γιάννης –  από το αρχείο του Γιάννη Ταμτάκου)

Ήταν ο τελευταίος επιζών ηγέτης της μεγάλης απεργίας του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Πολιτικά κινήθηκε στους χώρους του τροτσκισμού και του αναρχισμού. Για την επαναστατική του δράση διώχτηκε αμείλικτα τόσο από το αστικό κράτος όσο και από τους σταλινικούς.
Ο Γιάννης Ταμτάκος ήταν ένα από τα δυο βασικά πρόσωπα στην ταινία μου ΚΟΥΡΣΑΛ.

Προσθήκη 8 Ιανουαρίου 2007

Ένα άρθρο του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη, συνδικαλιστή εκπαιδευτικού στον ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ, Επωνύμως, Δευτέρα 7/1/08

Αντίο, σύντροφε μπαρμπα Γιάννη

Πλήρης ημερών και συγκλονιστικών εμπειριών από τον «αιώνα των άκρων» έφυγε ταπεινά και αθόρυβα, όπως ταπεινός ήρθε στη ζωή πριν ακριβώς από έναν αιώνα στις Φώκιες της Μ. Ασίας, ο Γιάννης Ταμτάκος.
Ποτέ ίσως τόσοι νέοι άνθρωποι δεν συνόδεψαν τόσο συγκινημένοι το ξόδι ενός αιωνόβιου επαναστάτη που παρέμεινε νέος και σε πνευματική εγρήγορση έως την τελευταία του στιγμή την περασμένη Παρασκευή.
Τον κατευόδωσαν στην τελευταία του κατοικία με μια σεμνή πολιτική κηδεία στο νεκροταφείο της Μαλακοπής όλες, «πλην Λακεδαιμονίων», οι «φυλές» της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, τραγουδώντας την αγαπημένη του Διεθνή, που την έκανε στάση ζωής, χωρίς να λογαριάσει κόπους και θυσίες. Στο πρόσωπό του όλοι μας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές μας διαφωνίες, αναγνωρίζαμε ένα κομμάτι από τις αγωνιστικές παραδόσεις της εργατικής τάξης αλλά και του εαυτού μας. Το συμβόλιζαν τα ελάχιστα στεφάνια των συντρόφων – συναγωνιστών του της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης, του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, της Αυτόνομης Παρέμβασης.
Ο Γιάννης Ταμτάκος δυο φορές προσφυγόπουλο, το 1914 και το 1922, από έξι χρονών μπήκε στη βιοπάλη πουλώντας κουλούρια και κάνοντας τον λούστρο στη Θεσσαλονίκη.
Εντεκάχρονος το 1919 πήρε μέρος στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στην Ευαγγελίστρια της Θεσσαλονίκης. Το 1924, στα δεκάξι του, προσχώρησε στους Αρχειομαρξιστές, που είχαν τότε μεγάλη επιρροή στο εργατοσυνδικαλιστικό κίνημα. Πολύ γρήγορα ο Γιάννης Ταμτάκος αναδείχτηκε σε συνδικαλιστικό στέλεχος και σε γραμματέα του Συνδικάτου Υποδηματεργατών Θεσσαλονίκης. Το 1931, καθώς ήταν στην πρώτη γραμμή μιας διαδήλωσης ανέργων στο Συντριβάνι της Θεσσαλονίκης, δέχτηκε την επίθεση μιας ομάδας χωροφυλάκων με επικεφαλής τον ανεψιό του Αστυνομικού Διευθυντή, που τον πυροβόλησε στο πρόσωπο και του έκοψε τη γλώσσα. Χάρη στις επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις δεν έμεινε άλαλος. Το 1936 καταδικάστηκε ερήμην από το Κακουργιοδικείο Έδεσσας μαζί με πενηνταδύο εργάτες ως ένας από τους «υποκινητές» της αιματοβαμμένης προλεταριακής εξέγερσης το Μάη του ’36. Έμεινε στην εξορία και τη φυλακή έως το 1942. Πολλοί από τους συνεξόριστους και συγκρατούμενούς του στη Γαύδο εκτελέστηκαν στην Καισαριανή και στο Νεζερό της Λαμίας – ανάμεσά τους και ο πρώην γραμματέας του ΚΚΕ Π. Πουλιόπουλος. Ο ίδιος γλύτωσε την εκτέλεση, μετά από μυθιστορηματική απόδραση από το Τμήμα Μεταγωγών Πειραιά και βγήκε στην παρανομία. Καταδιώχτηκε άγρια, λόγω της αντιπολεμικής – «ντεφετιστικής» του στάσης στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -καθώς διακήρυσσε τη συναδέλφωση των στρατιωτών- τόσο από τους χιτλεροφασίστες, τους Χίτες συνεργάτες τους αλλά και τους σταλινικούς.
Το 1942 συνδέθηκε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και υιοθέτησε τις απόψεις του, εγκαταλείποντας οριστικά τον Τροτσκισμό. Στο διάστημα 1951-1956 μετανάστης στην Αυστραλία, δούλεψε εργάτης στο εργοστάσιο της General Motors. Από τη δεκαετία του 1980 συνδέθηκε ιδεολογικά και πολιτικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε, παρά την προχωρημένη ηλικία του, σε όλες τις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος της πόλης.
Απομαγνητοφωνημένες οι αυτοβιογραφικές του «Αναμνήσεις από το επαναστατικό κίνημα» καταγράφονται με το δικό του γλαφυρό τρόπο, «καθώς ο καπιταλισμός δεν τον άφησε να μάθει γράμματα», στο ομώνυμο βιβλίο του, ενώ παρουσιάζονται ζωντανά στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Κουρσάλ.